Publicitad E▼
ουσιώδης (adj.)
1.αυτός που υπάρχει ή σημαίνει σε μεγάλο βαθμό
2.αυτός χωρίς τον οποίο δεν μπορεί να γίνει κάτι
ουσιώδης
1.αυτός που αναφέρεται στη ρίζα, στα θεμέλια ή την ουσία
Publicidad ▼
ουσιώδης
ουσιώδης (adj.)
Ver también
ουσιώδης (adj.)
↘ ουσιαστικά, σημαντικά ↗ κρίσιμα, υλικό
Publicidad ▼
ουσιώδης
dont l'usage est, ou peut être, avantageux (fr)[Classe]
βασικός; θεμελιώδης[Classe]
qui sert de qqch, en a la fonction (fr)[Classe]
quality (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
εξαιρετικός, μεγάλος, υψηλός[Similaire]
ουσιώδης
στοιχειώδης[Similaire]
ουσιώδης (adj.)
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
σημασία - κρισιμότησ, κρισιμότητα - κρίσιμα[Dérivé]
noncrucial (en)[Ant.]
ουσιώδης (adj.)
αναγκαίος, απαραίτητος[Similaire]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s