Publicitad R▼
πανώ (n.)
1.μεγάλο κομμάτι από ύφασμα στο οποίο είναι γραμμένο κάποιο μήνυμα και το οποίο αναρτάται οπουδήποτε
Publicidad ▼
⇨ (πάνω) σε • (πάνω) σε (για τοποθέτηση αντικειμένου) • (παρα)πάνω • ακριβώς (πάνω στην αλλαγή της ώρας) • ακριβώς (πάνω) • ακριβώς πάνω στην αλλαγή της ώρας • αποκτώ το πάνω χέρι • από πάνω • από πάνω μέχρι κάτω • από πάνω πετώ μου • από πάνω σκεπάζω • αστυνομικός βαθμός πάνω από το γενικό επιθεωρητή • αστυνομικός βαθμός πάνω από τον γενικό επιθεωρητή • αφαιρώ το πάνω μέρος από κτ. • βαρύτερος στο πάνω μέρος • διακοσμητικό υλικό πάνω σε επιφάνεια • και πάνω εκεί • κυλώ πανω σε ρόδες • ξεσπώ πάνω σε κπ. • πάνω (για τοποθέτηση αντικειμένου) • πάνω απ' όλα • πάνω από • πάνω από το κεφάλι κπ. • πάνω από το πτώμα μου • πάνω από τον ώμο (για βολή) • πάνω δέρμα • πάνω κάτω • πάνω μέρος • πάνω πάνω • πάνω πάνω κτλ. • πάνω που κάνω κτ. • πάνω σε • πάνω σε (για κάλυμμα) • πάνω σε (μεταφορικό μέσο) • πάνω στην ώρα • πάνω όροφος • πάω πάνω κάτω • πέφτω πάνω σε • πέφτω πάνω σε κπ. • πέφτω πάνω σε κτ. • παίρνω τα πάνω μου • πετώ από πάνω μου • πηγαίνω πάνω κάτω (για πλοίο) • πιο πάνω από • που κατευθύνεται προς τα πάνω • προς τα πάνω • σκεπάζω από πάνω • σπρωξιά προς τα πάνω • στον πάνω όροφο • το πάνω μέρος ποδιάς ή φόρμας • χτίζω γέφυρα πάνω από κτ. • χτυπάω ελαφρά τα δάχτυλα πάνω σε κτ. • χτυπώ πάνω σε κτ. • χτύπημα προς τα πάνω
Publicidad ▼
Contenido de sensagent
computado en 0,031s