Publicitad R▼
πάω (v.)
1.βρίσκομαι σε συγκεκριμένο χώρο ή θέση που εντάσσομαι καλά
2.οδηγώ κάποιον προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, συνοδεύω κάποιον
Publicidad ▼
πάω (v.)
⇨ πάω βαρκάδα • πάω για ύπνο • πάω γυρεύοντας • πάω και κάθομαι • πάω καλά • πάω κατευθείαν σε • πάω κόντρα • πάω κόντρα σε κπ. • πάω λάθος • πάω με το μπουλούκι • πάω μπουλούκι • πάω μπροστά • πάω μπροστά (για ρολόι) • πάω να σπάσω από τον πόνο • πάω πάνω κάτω • πάω πάσο • πάω στη μάχη • πάω στοίχημα • πάω στραβά • τα πάω (καλά) • τα πάω καλά με κπ.
Publicidad ▼
πάω (v.)
être en harmonie avec qqch (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
βρίσκομαι[Hyper.]
πάω (v.)
εκτοπίζω, μετακινώ, μετατοπίζω[Hyper.]
αυτoκινητάδα, διαδρομή με όχημα - δρόμος με αλέες - οδηγός[Dérivé]
ακολουθώ, παίρνω[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,032s