Publicitad E▼
παρασύρω (v.)
1.σπρώχνω κάτι ή κάποιον σε μια κατάσταση ή προς μια κατεύθυνση, μεταφορικά ή κυριολεκτικά
2.σέρνω κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου, εξουδετερώνοντας κάθε αντίστασή του, αποσπώ και τραβώ προς ορισμένη κατεύθυνση
3.επηρεάζω, οδηγώ κάποιον κάπου, προς μια κατεύθυνση, εξαναγκάζοντάς τον
4.σαγηνεύω, ελκύω κάποιον, παρασύρω με τη γοητεία μου
5.ασκώ επάνω στους άλλους μια ακατανίκητη έλξη, τους παρασύρω με τη γοητεία μου
παρασύρω
1.παραπλανώ, εξαπατώ, ξεγελώ, επωφελούμαι από την αφέλεια ή την ευκολοπιστία κάποιου και με δόλο τον κάνω να πιστέψει αυτό που επιδιώκω
Publicidad ▼
παρασύρω (v.)
αιχμαλωτίζω, βάζω σε πειρασμό, γοητεύω, δελεάζω, εξωθώ, κατακτώ, κινώ, μαγεύω, παρέχω ισχύ, παρασύρομαι από φύσημα, παρασύρω με νερό, πλανεύω, προσελκύω, σαγηνεύω, συμπαρασύρω, συναρπάζω, τραβώ την προσοχή, ωθώ
⇨ παρασύρω κπ. να κάνει κτ. άλλο από αυτό που σκόπευε • παρασύρω με νερό • παρασύρω προς την κατεύθυνσή μου (για αέρα) • παρασύρω σε ενέδρα
Publicidad ▼
παρασύρω
factotum (en)[Domaine]
NormativeAttribute (en)[Domaine]
παρασύρω
παρασύρω (v.)
faire bouger (fr)[Classe]
cloche (fr)[DomaineCollocation]
απωθώ, σπρώχνω[Hyper.]
εκστρατεία, κίνηση, προσπάθεια, σκοπός, υπόθεση - κριός[Dérivé]
εξαναγκάζω - εξωθώ, παρασύρω[Domaine]
παρασύρω (v.)
κινούμαι, περπατώ, πηγαίνω[Hyper.]
ορμή, ώθηση - δυνατό ρεύμα, ξαφνικό φύσημα, ρίπη[Dérivé]
κινούμαι ανάλαφρα - παρασύρομαι, ωθούμαι[Domaine]
παρασύρω (v.)
factotum (en)[Domaine]
causes (en)[Domaine]
παρασύρω (v.)
tempt; chat up; pick up; make a pass at; seduce (en)[Classe]
rendre soumis (personne) (fr)[Classe]
not be indifferent to; interest (en)[Classe]
(αίσθηση; αύρα; νότα; γεύση (μτφ.); ατμόσφαιρα)[termes liés]
attention (esprit) (fr)[DomaineCollocation]
factotum (en)[Domaine]
SocialInteraction (en)[Domaine]
έλκω, γοητεύω, ελκύω, θέλγω, σαγηνεύω[Hyper.]
animal magnetism, beguilement, bewitchery (en) - γοητεία, θέλγητρο, μαγνητισμός, ομορφιά - έκσταση, μαγεία - γοητεία, θέλγητρο, σαγήνη - captive (en) - catch, match (en) - κόλακας - charmer, smoothie, smoothy, sweet talker (en) - enchantment, spell, trance (en) - captivation, fascination (en)[Dérivé]
παρασύρω (v.)
εκτοπίζω, μετακινώ, μετατοπίζω[Hyper.]
wash (en)[Domaine]
παρασύρω (v.)
δελεάζω, σαγηνεύω[Hyper.]
δέλεαρ, δόλωμα, κράχτης[Dérivé]
παρασύρω (v.)
ενθουσιάζω[Hyper.]
invitation (en) - enticement, temptation (en) - πειρασμός, πλάνος - temptable (en)[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,046s