Publicitad E▼
παρουσιάζω (v.)
1.γνωστοποιώ το περιεχόμενο κάποιου πράγματος
2.προβάλλω, εμφανίζω εμφατικά
3.συστήνω κάποιον, παρέχω για κάποιον τις απαραίτητες κατατοπιστικές πληροφορίες
4.επιδεικνύω,εμφανίζω σε άλλον κάτι
5.εκθέτω έργα μου
6.κάνω πρόλογο ή εισαγωγή με σκοπό να τραβήξω την προσοχή κάποιου
7.διαθέτω ή εκδηλώνω κάτι φανερά, το κάνω να γίνει αντιληπτό, αισθητό
8.επιδεικνύω, εμφανίζω σε άλλον κάτι
9.υποβάλλω σε αγωγή ή δοκιμασία
10.ανεβάζω σε σκηνή ή προβάλλω σε κοινό
11.έχω να επιδείξω, περιλαμβάνω
Publicidad ▼
παρουσιάζω (v.)
έχω, ανεβάζω έργο, βγάζω, διευθύνω την παραγωγή, εισάγω, εκθέτω, επιδεικνύω, προβάλλω, συστήνω, υποβάλλω, φέρνω σε συζήτηση
Ver también
παρουσιάζω (v.)
↘ έκθεση, διασκέδαση, διευθυντής, είσοδος, εισαγωγή, εισαγωγικόσ, εκθέτης, εκτέλεση, εργάτησ, θέαμα, κατασκευή, κατασκευαστήσ, καταχώριση, παράσταση, προλογικόσ, προσθήκη, σκηνική παρουσίαση, ψυχαγωγικό πρόγραμμα ≠ έχω έλλειψη, μου λείπει, στερούμαι
Publicidad ▼
⇨ παρουσιάζω (ιδέες κτλ.) • παρουσιάζω διαρροή • παρουσιάζω κτ. μετριασμένα • παρουσιάζω ξαφνική άνοδο • παρουσιάζω πρόγραμμα • παρουσιάζω σαν • παρουσιάζω σε περίοπτη θέση • παρουσιάζω σε συνέχειες • παρουσιάζω υπόθεση στο δικαστήριο • σε συνέχειες παρουσιάζω
παρουσιάζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Stating (en)[Domaine]
επαναλαμβάνω, λέω, προβλέπω, υπολογίζω[Hyper.]
εσωτερική αναπαράσταση - παρουσίαση[Dérivé]
παρουσιάζω (v.)
αποτελώ, είμαι[Hyper.]
παρουσιάζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Demonstrating (en)[Domaine]
εκθέτω, επιδεικνύω, παρουσιάζω[Hyper.]
production (en)[Dérivé]
παρουσιάζω (v.)
αποδίδω, δείχνω, φανερώνω[Hyper.]
έκθεση, διάταξη, θέαμα, παράσταση, ψυχαγωγικό πρόγραμμα - έκθεμα, εκτιθέμενο αντικείμενο - επίδειξη, παρουσίαση - σόου - δείγμα μουσικού κομματιού, επίδειξη, ντέμο, πρόγραμμα επίδειξης - screening, showing, viewing (en) - παρουσίαση - παρουσίαση - demonstrator (en) - εκθέτης[Dérivé]
παρουσιάζω (v.)
επαναλαμβάνω, λέω, προβλέπω, υπολογίζω[Hyper.]
πρόλογος - εισαγωγικόσ, προλογικόσ - introductory (en)[Dérivé]
παρουσιάζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Communication (en)[Domaine]
παρουσιάζω (v.)
disposer qqch pour le mettre en vue (fr)[Classe]
rendre perceptible à la vue (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
Demonstrating (en)[Domaine]
αποδίδω, δείχνω, φανερώνω[Hyper.]
έκθεμα, εκτιθέμενο αντικείμενο - επίδειξη - exposure (en)[Dérivé]
παρουσιάζω (v.)
παραπέμπω, προσφεύγω σε[Hyper.]
entry, submission (en)[Dérivé]
παρουσιάζω (v.)
παρουσιάζω (v.)
βγαίνω στον αέρα, μεταδίδομαι[Hyper.]
παρουσιάζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
part (en)[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s