definición y significado de περίπτερο | sensagent.com


   Publicitad R▼


 » 
alemán árabe búlgaro checo chino coreano croata danés eslovaco esloveno español estonio farsi finlandés francés griego hebreo hindù húngaro indonesio inglés islandés italiano japonés letón lituano malgache neerlandés noruego polaco portugués rumano ruso serbio sueco tailandès turco vietnamita
alemán árabe búlgaro checo chino coreano croata danés eslovaco esloveno español estonio farsi finlandés francés griego hebreo hindù húngaro indonesio inglés islandés italiano japonés letón lituano malgache neerlandés noruego polaco portugués rumano ruso serbio sueco tailandès turco vietnamita

Definición y significado de περίπτερο

Definición

περίπτερο (n.)

1.ξύλινη, συνήθως, κατασκευή σε πανηγύρι που προσφέρει τρόφιμα ή παιχνίδια

2.μικρή περιοχή, χώρος για ειδική συγκεκριμένη χρήση

3.μικρό (αγροτικό) σπιτάκι που χρησιμοποιείται ως προσωρινή κατοικία-καταφύγιο

4.προεξοχή στέγης ή εξωτερικού τοίχου οικοδομήματος συχνά πολυτελής που χρησιμοποιείται για διακοσμητικούς λόγους

περίπτερο

1.πάγκος στον οποίο εκτίθενται αντικείμενα προς πώληση

   Publicidad ▼

Definición (más)

definición de περίπτερο (Wikipedia)

Sinónimos

   Publicidad ▼

Frases

Diccionario analógico



περίπτερο (n.)

building_industry (en)[Domaine]

Room (en)[Domaine]

bains publics (fr)[DomaineDescription]

piscine (fr)[DomaineDescription]




Wikipedia

Περίπτερο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Περίπτερο ονομάζεται μικρό κτίσμα, το οποίο χρησιμεύει είτε απλώς για επίδειξη προϊόντων (περίπτερο σε εκθέσεις) ή ως μικροκατάστημα, σε ειδικά αδειοδοτημένο από τις τοπικές αρχές, χώρο του πεζοδρομίου.

Η λέξη είναι σε χρήση από την αρχαιότητα, ως επίθετο στον περίπτερο ναό (ναός ο οποίος περιβάλλεται από κίονες σε όλες τις πλευρές του).

Περίπτερο σε εκθέσεις

Στις εκθέσεις «περίπτερα» ονομάζονται οι χώροι έκθεσης και προώθησης προϊόντων. Αν είναι μεγάλα περίπτερα, μπορεί να είναι ανεξάρτητα κτίσματα, ενώ συνήθως είναι μικροί χώροι, ανοικτοί από τη μια πλευρά, ώστε να μπορούν να μπαίνουν με ευκολία μεγάλος αριθμός επισκεπτών.

Μικροκαταστήματα

Αρχείο:Periptero.JPG
Περίπτερο. Διακρίνονται στον εξωτερικό χώρο του, από αριστερά προς τα δεξιά: προθήκη περιοδικών, ψυγεία χυμών, ψυγείο παγωτού

Στην Ελλάδα τα περίπτερα βρίσκονται συνήθως σε πλατείες ή κοντά στο δρόμο, ως ανεξάρτητα κτίσματα, συνήθως από ξύλο. Οι ιδιοκτήτες τους («περιπτεριούχοι», ή «περιπτεράδες») πωλούν μια μεγάλη ποικιλία αντικειμένων, με κύρια προϊόντα: εφημερίδες, τσιγάρα και περιοδικά. Δίπλα στα περίπτερα τοποθετούνται συνήθως ψυγεία για χυμούς, αεριούχα ποτά, εμφιαλωμένο νερό ή και γάλα, αλλά και καταψύκτες για παγωτό (ψυγεία παγωτού).

Πουλάνε επίσης μαστίχες και σοκολάτες.

 

todas las traducciones de περίπτερο


Contenido de sensagent

  • definiciones
  • sinónimos
  • antónimos
  • enciclopedia

 

4310 visitantes en línea

computado en 0,047s