Publicitad E▼
περίσταση (n.)
1.η κακή, μη ευνοϊκή συγκυρία.Περιστατικό που συμβαίνει σε αποφασιστική και κρίσιμη στιγμή
2.επίσημη τελετή για σημαντικά γεγονότα
3.η πορεία, η εξέλιξη κάποιου ζωντανού όντος ή πράγματος, συνήθως σε σχέση με τον ίδιο βαθύτερο λόγο ύπαρξής του, τον προορισμό, που θεωρείται περισσότερο ή λιγότερο προκαθορισμένη από μια ανώτερη δύναμη
4.για να δηλώσουμε ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο
5.κατάσταση που συνοδεύει ή επηρεάζει κάποιο γεγονός ή δραστηριότητα
Publicidad ▼
περίσταση (n.)
γεγονός, γραφτό, ειδική περίσταση, κακή μοίρα, κατάλληλη στιγμή, μοίρα, πεπρωμένο, περίπτωση, ριζικό, στιγμή, συνθήκη, τύχη
Publicidad ▼
περίσταση (n.)
τελετή[Hyper.]
περίσταση (n.)
fate; fatality (en)[ClasseHyper.]
avenir d'une personne (fr)[Classe]
hasard (fr)[Classe]
(ζωή)[termes liés]
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
κατάσταση[Hyper.]
περίσταση (n.)
intervalle borné de temps, caractérisé par un phénomène (fr)[Classe]
time_period (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
λεπτό, σ' αυτή τη στιγμή, σ' αυτό το σημείο, στιγμή[Hyper.]
time (en) - χρονομετρώ - ρυθμίζω - έγκαιρος, επίκαιρος[Dérivé]
περίσταση (n.)
κα8εστώς, κατάσταση[Hyper.]
περίσταση (n.)
time_period (en)[Domaine]
TimePosition (en)[Domaine]
κατάλληλη στιγμή, περίσταση, στιγμή[Hyper.]
προκαλώ[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s