Publicitad R▼
περιορίζω (v.)
1.συγκρατώ κάτι μέσα σε συγκεκριμένα όρια
2.κάνω κάτι να γίνει λιγότερο ή μικρότερο
3.θέτω όρια σε κάποιο τόπο για την ελεύθερη κίνηση, δράση, είσοδο
4.κρατώ υπό έλεγχο, συγκρατώ, αναχαιτίζω, εξουσιάζω
5.θέτω περιορισμούς και εμπόδια
6.δεσμεύω κπ εντός ορισμένων ορίων, αφαιρώ από κπ τη δυνατότητα ελεύθερης κίνησης έξω από έναν χώρο
7.θέτω όρια
8.κλείνω μέσα σε όρια ή θέτω σε όρια κάτι
Publicidad ▼
περιορίζω
Ver también
περιορίζω (v.)
↘ διαχωριστική γραμμή, μεθοριακός, μεταίχμιο, παραμεθόριος, περιοριστικός, σύνορα, σύνορο, όριο ≠ αναιρώ, ανακαλώ, αυξάνομαι, αυξάνω
περιορίζω
Publicidad ▼
περιορίζω
δεσμεύω, υποχρεώνω[Hyper.]
περιορίζω
ελέγχω, περιορίζω, συγκρατώ[Hyper.]
ποσότητα - αριθμός, αριθμός αναγνώρισης - αριθμός, ψηφίο - αριθμός[Dérivé]
περιορίζω
περιορίζω (v.)
tracer une (ou des) ligne(s) (fr)[Classe]
placer un bâton (fr)[Classe...]
indiquer un lieu, un parcours par des signaux (fr)[Classe]
mesurer un espace (fr)[Classe]
faire une limite dans l'espace (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
IntentionalProcess (en)[Domaine]
οριοθετώ, περιορίζω[Hyper.]
λεκιάζω, μαρκάρω, σημαδεύω, σημειώνω[Analogie]
περιορίζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Decreasing (en)[Domaine]
περιορίζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
confersNorm (en)[Domaine]
περιορίζω (v.)
περιορίζω (v.)
κρατώ, περιορίζω[Hyper.]
δεσμά ποδιών - δεσμά[Dérivé]
περιορίζω (v.)
περιορίζω (v.)
εγκλείω[Hyper.]
περιορίζω (v.)
ασκώ έλεγχο, διατηρώ σε συγκεκριμένο σημείο, ελέγχω, περιορίζω, συγκρατώ[Hyper.]
επιφύλαξη, οριοθέτηση, περιορισμός - confinement, restriction (en) - clipper, limiter (en) - δεσμά - περιορισμός, όριο - όρια δυνατοτήτων - limitation, restriction (en) - όριο - controller, restrainer (en) - όριο - limitation (en) - περιοριστικός[Dérivé]
περιορίζω (v.)
Contenido de sensagent
computado en 0,063s