Publicitad E▼
περιποιούμαι (v.)
1.ψυχαγωγώ, προκαλώ σε κάποιον ευθυμία
2.προσφέρω επί πληρωμή υπηρεσίες σε κάποιον
Publicidad ▼
περιποιούμαι (v.)
αντιμετωπίζω, βουρτσίζω άλογο, διασκεδάζω, επιλαμβάνομαι, κρατώ με προσοχή, ξυστρίζω, φροντίζω
Publicidad ▼
περιποιούμαι (v.)
αντιμετωπίζω, μεταχειρίζομαι, συμπεριφέρομαι, φέρομαι[Hyper.]
nurser (en)[Dérivé]
περιποιούμαι (v.)
περιποιούμαι (v.)
factotum (en)[Domaine]
Position (en)[Domaine]
περιποιούμαι (v.)
soigner un cheval (fr)[Classe]
essuyer (fr)[Classe...]
Contenido de sensagent
computado en 0,032s