Publicitad R▼
πηγαίνω (v.)
1.(για δρόμο) οδηγώ σε συγκεκριμένο σημείο, καταλήγω σε ορισμένο σημείο, εκτείνομαι, παρέχω πρόσβαση, είσοδο
2.βρίσκομαι σε συγκεκριμένο χώρο ή θέση που εντάσσομαι καλά
3.οδηγώ κάποιον προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, συνοδεύω κάποιον
4.μεταφέρομαι ή ταξιδεύω ή πηγαίνω με αυτοκίνητο, ταξί, τρένο κ.τ.λ.
5.φθάνω σε έναν προορισμό ή σε μια κατάσταση
6.αλλάζω θέση, κινούμαι, μετακινούμαι, ταξιδεύω, ή προχωρώ
7.παρευρίσκομαι (σε δημόσια εκδήλωση, π.χ. αθλητική, κοσμική, καλλιτεχνική κ.λπ.) ως θεατής
8.τραβώ, σέρνω προς συγκεκριμένη διεύθυνση (για όχημα)
πηγαίνω
1.πηγαίνω προς μια κατεύθυνση
Publicidad ▼
πηγαίνω
πηγαίνω (v.)
έρχομαι, βάζω, βρίσκομαι, διευθύνομαι, διευθύνω, καβαλώ, καταφτάνω, κινούμαι, μπαίνω, οδηγώ, πάω, παίρνω, παρίσταμαι, παρακολουθώ, περπατώ, πηγαίνω με, πιάνω, ρυμουλκώ, ταιριάζω, ταιριάζω με, φθάνω, φτάνω
Ver también
πηγαίνω (v.)
↘ εμπρός! να λοιπόν!, επισκέπτης, ερχόμενος, μάρτυρας ≠ αναχωρώ, βαδίζω, δεν προλαβαίνω, μένω στάσιμος, περπατώ, φεύγω, χάνω
Publicidad ▼
⇨ (πηγαίνω και) φέρνω, αγοράζω • πηγαίνω ίσια μπροστά • πηγαίνω αγανακτισμένος • πηγαίνω από το ένα μέρος στο άλλο • πηγαίνω από το κακό στο χειρότερο • πηγαίνω κάπου απρόσκλητος • πηγαίνω και παίρνω • πηγαίνω και φέρνω κτ. • πηγαίνω κουτσό • πηγαίνω κπ. ή κτ. κάπου • πηγαίνω κπ. με το αυτοκίνητο • πηγαίνω με • πηγαίνω με / κάνω ζιγκ-ζαγκ • πηγαίνω με αυτοπεποίθηση • πηγαίνω με τα νερά κπ. • πηγαίνω με τα πόδια • πηγαίνω με το αυτοκίνητο • πηγαίνω μια χαρά • πηγαίνω πάνω κάτω (για πλοίο) • πηγαίνω πάσο • πηγαίνω προς • πηγαίνω σε διαφορετική κατεύθυνση • πηγαίνω στα κλεφτά • πηγαίνω χωρίς πετάλια ή με σβηστή μηχανή • τα πηγαίνω • τα πηγαίνω καλά
πηγαίνω
πηγαίνω (v.)
être en harmonie avec qqch (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
βρίσκομαι[Hyper.]
πηγαίνω (v.)
εκτοπίζω, μετακινώ, μετατοπίζω[Hyper.]
αυτoκινητάδα, διαδρομή με όχημα - δρόμος με αλέες - οδηγός[Dérivé]
ακολουθώ, παίρνω[Domaine]
πηγαίνω (v.)
ταξιδεύω[Hyper.]
αυτoκινητάδα, διαδρομή με όχημα - επιβάτης[Dérivé]
διασχίζω - ιππεύω, καβαλικευω, καβαλικεύω, καβαλώ - συμπεριφέρομαι[Domaine]
βαδίζω, περπατώ[Ant.]
πηγαίνω (v.)
κινούμαι, περπατώ, πηγαίνω[Hyper.]
πηγαίνω (v.)
πηγαίνω (v.)
parvenir à destination (fr)[Classe]
arriver de déplacement, de voyage (fr)[Classe]
pouvoir atteindre (un lieu) (fr)[ClasseHyper.]
factotum (en)[Domaine]
Arriving (en)[Domaine]
πηγαίνω (v.)
stir; budge; move (en)[ClasseHyper.]
remuer le corps (fr)[Classe]
transport (en)[Domaine]
Translocation (en)[Domaine]
αλλαγή θέσης, κίνηση - μετακίνηση - locomotion, motive power, motivity (en) - δράση, κίνηση - αλλαγή θέσης - ταξιδιώτης - mover (en) - κινητήριοσ[Dérivé]
εκτοπίζω, μετακινώ, μετατοπίζω[Domaine]
μένω στάσιμος[Ant.]
πηγαίνω (v.)
view; look; see (en)[ClasseParExt.]
entendre (fr)[ClasseParExt.]
attend; be present at (en)[ClasseHyper.]
(θεατής)[termes liés]
assemblée, réunion (fr)[DomaineCollocation]
πηγαίνω (v.)
πάω, πηγαίνω[Hyper.]
pull (en)[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,062s