definición y significado de πηγαίνω | sensagent.com


   Publicitad R▼


 » 
alemán árabe búlgaro checo chino coreano croata danés eslovaco esloveno español estonio farsi finlandés francés griego hebreo hindù húngaro indonesio inglés islandés italiano japonés letón lituano malgache neerlandés noruego polaco portugués rumano ruso serbio sueco tailandès turco vietnamita
alemán árabe búlgaro checo chino coreano croata danés eslovaco esloveno español estonio farsi finlandés francés griego hebreo hindù húngaro indonesio inglés islandés italiano japonés letón lituano malgache neerlandés noruego polaco portugués rumano ruso serbio sueco tailandès turco vietnamita

Definición y significado de πηγαίνω

Definición

πηγαίνω (v.)

1.(για δρόμο) οδηγώ σε συγκεκριμένο σημείο, καταλήγω σε ορισμένο σημείο, εκτείνομαι, παρέχω πρόσβαση, είσοδο

2.βρίσκομαι σε συγκεκριμένο χώρο ή θέση που εντάσσομαι καλά

3.οδηγώ κάποιον προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, συνοδεύω κάποιον

4.μεταφέρομαι ή ταξιδεύω ή πηγαίνω με αυτοκίνητο, ταξί, τρένο κ.τ.λ.

5.φθάνω σε έναν προορισμό ή σε μια κατάσταση

6.αλλάζω θέση, κινούμαι, μετακινούμαι, ταξιδεύω, ή προχωρώ

7.παρευρίσκομαι (σε δημόσια εκδήλωση, π.χ. αθλητική, κοσμική, καλλιτεχνική κ.λπ.) ως θεατής

8.τραβώ, σέρνω προς συγκεκριμένη διεύθυνση (για όχημα)

πηγαίνω

1.πηγαίνω προς μια κατεύθυνση

   Publicidad ▼

Sinónimos

Ver también

   Publicidad ▼

Frases

(πηγαίνω και) φέρνω, αγοράζω • πηγαίνω ίσια μπροστά • πηγαίνω αγανακτισμένος • πηγαίνω από το ένα μέρος στο άλλο • πηγαίνω από το κακό στο χειρότερο • πηγαίνω κάπου απρόσκλητος • πηγαίνω και παίρνω • πηγαίνω και φέρνω κτ. • πηγαίνω κουτσό • πηγαίνω κπ. ή κτ. κάπου • πηγαίνω κπ. με το αυτοκίνητο • πηγαίνω με • πηγαίνω με / κάνω ζιγκ-ζαγκ • πηγαίνω με αυτοπεποίθηση • πηγαίνω με τα νερά κπ. • πηγαίνω με τα πόδια • πηγαίνω με το αυτοκίνητο • πηγαίνω μια χαρά • πηγαίνω πάνω κάτω (για πλοίο) • πηγαίνω πάσο • πηγαίνω προς • πηγαίνω σε διαφορετική κατεύθυνση • πηγαίνω στα κλεφτά • πηγαίνω χωρίς πετάλια ή με σβηστή μηχανή • τα πηγαίνω • τα πηγαίνω καλά

Diccionario analógico


πηγαίνω (v.)

factotum (en)[Domaine]

direction (en)[Domaine]










πηγαίνω (v.)


 

todas las traducciones de πηγαίνω


Contenido de sensagent

  • definiciones
  • sinónimos
  • antónimos
  • enciclopedia

 

9239 visitantes en línea

computado en 0,062s