Publicitad R▼
πιστός (n.)
1.αυτός που πιστεύει σε θρησκευτικό δόγμα, ευλαβής, ο οπαδός θρησκείας
2.οπαδός, κάποιος που δέχεται κάτι ως αληθινό
πιστός (adj.)
1.αυτός που τρέφει σεβασμό και αφοσίωση προς τον θεό και τον εκδηλώνει με την τήρηση των εντολών του
Publicidad ▼
πιστός (adj.)
ακριβής, αληθινός, αμετάβλητος, αξιόπιστος, αφοσιωμένος, δέσμιος, δοκιμασμένος, εξαίρετος, ευσεβής, κανονικής περιεκτικότητας, πραγματικός, σταθερός
πιστός (n.)
Ver también
πιστός (adj.)
↗ με πίστη, πιστά ≠ άπιστος, αδέσμευτος, ανέμπιστοσ, αναξιόπιστοσ, μη αφοσιωμένος
Publicidad ▼
πιστός (adj.)
ακλόνητος[Similaire]
πιστός (adj.)
αδέσμευτος[Ant.]
πιστός (adj.)
sincère (personne) (fr)[Classe]
qui fait preuve de dévouement (fr)[Classe]
de caractère constant stable, constant, équilibré (fr)[ClasseParExt.]
faithful (en) - με πίστη, πιστά - faithfulness, fidelity (en)[Dérivé]
άπιστος, μη αφοσιωμένος[Ant.]
πιστός (adj.)
ακλόνητος[Similaire]
πιστός (adj.)
πιστός (n.)
participant à la messe (fr)[Classe]
personne qui prie (fr)[Classe]
personne qui se confesse (fr)[Classe]
believer; faithful (en)[ClasseHyper.]
πιστός (n.)
Contenido de sensagent
computado en 0,031s