Publicitad R▼
πλάτη (n.)
1.η ράχη του ζώου
2.το τμήμα του επίπλου στο οποίο ακουμπάει η πλάτη
3.η ωμοπλάτη των σπονδυλωτών ζώων, η σπάλα
4.το οπίσθιο τμήμα του κορμού του ανθρώπινου σώματος από τον αυχένα και τους ώμους ως τη μέση, η ωμοπλάτη των ζώων, η σπάλα
Publicidad ▼
πλάτη (n.)
⇨ βάζω τα πόδια στον ώμο, στην πλάτη • εκδρομή με σακίδιο στην πλάτη • καβάλα στην πλάτη • κουβαλώ στην πλάτη • πίσω από την πλάτη κπ. • πλάτη με καμπούρα • στην πλάτη
Publicidad ▼
πλάτη (n.)
πλάτη (n.)
arm rest; arm; armrest (en)[Classe]
(πλάτη; ράχη (για ζώο))[termes liés]
(πίσω μέρος; πίσω πλευρά; το πίσω μέρος από κτ.)[Caract.]
auto (en)[Domaine]
CorpuscularObject (en)[Domaine]
πλάτη (n.)
μέρος σώματος[Hyper.]
dorsal (en)[Dérivé]
πλάτη (n.)
πλάτη; ράχη (για ζώο)[ClasseHyper.]
corps du cheval (fr)[DomainDescrip.]
extérieur du corps humain (fr)[DomainDescrip.]
Wikipedia - ver también
Contenido de sensagent
computado en 0,032s