Publicitad R▼
πλέγμα (n.)
1.κάθε πολύπλοκο δίκτυο το οποίο έχει διαμορφωθεί από περίπλοκη ύφανση ή συνύφανση
2.πλέγμα από νήματα ή από σύρματα που διασταυρώνονται σε ορθή ή οξεία γωνία και που σχηματίζουν διάκενα, δηλαδή θηλιές σχετικά μεγάλου πλάτους, ανάλογα με τη χρήση του
πλέγμα
1.κατασκευή από παράλληλες μεταλλικές ράβδους που εμποδίζει ένα πέρασμα επιτρέπει όμως τη δίοδο του αέρα
Publicidad ▼
πλέγμα
Publicidad ▼
πλέγμα (n.)
πλέγμα (n.)
δίχτυ; πλέγμα; δίκτυο[Classe]
πλέγμα (n.)
net (en)[ClasseHyper.]
coiffure de femme (fr)[Classe]
objet qui tient les cheveux (fr)[Classe]
(link) (en)[Caract.]
industry (en)[Domaine]
Fabric (en)[Domaine]
κλωστοϋφαντουργικός, υφαντό, ύφασμα[Hyper.]
εμπλέκω, μπερδεύω, περιπλέκω - συνυφαίνω[Dérivé]
πλέγμα (n.)
étoffe de soie (fr)[Classe]
autre élément du chapeau (fr)[DomainDescrip.]
βρόγχος, δίκτυο, δίχτυ, πλέγμα[Hyper.]
αραχνοΰφαντος[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s