Publicitad R▼
πλέω (v.)
1.πλέω, ταξιδεύω με πλοίο, κινούμαι με καράβι
2.(για πλοία) απομακρύνομαι από το λιμάνι ή την ακτή
Publicidad ▼
Publicidad ▼
πλέω (v.)
πλέω (v.)
πάω βαρκάδα, πλέω, ταξιδεύω[Hyper.]
κρουαζιέρα - ιστιοπλοΐα - ιστίο, καραβόπανο, πανί[Dérivé]
ναυσιπλοΐα[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s