Publicitad D▼
ποιότητα (n.)
1.η χροιά, ο ιδιαίτερος χρωματισμός ενός φθόγγου ή ήχου
2.το σύνολο των χαρακτηριστικών που προσδιορίζουν την ξεχωριστή φυσιογνωμία σε κάτι
3.(μτφ. για πρόσ.) η αξία, το κύρος
4.ουσιώδες χαρακτηριστικό κάποιου ατόμου ή κάποιου πράγματος
Publicidad ▼
ποιότητα (n.)
αρετή, διαμέτρημα, ικανότητα, ολκή, φύση, χαρακτήρας, χαρακτηριστικό
⇨ ποιότητα ζωής • ποιότητα της διδασκαλίας • ποιότητα του περιβάλλοντος • ποιότητα του προϊόντος • όχι το ίδιο καλός σε ποιότητα
Publicidad ▼
ποιότητα (n.)
qualité du son (fr)[Classe]
qualité de la voix (fr)[ClasseParExt.]
(αοιδός; τραγουδιστής), (σκοπός; μελωδία; μουσικός σκοπός)[termes liés]
acoustique (fr)[termes liés]
sonnette (fr)[termes liés]
SoundAttribute (en)[Domaine]
ηχητική ιδιότητα[Hyper.]
inflect, modulate, tone (en) - tonal (en)[Dérivé]
μουσική, παρτιτούρα[Domaine]
ποιότητα (n.)
manière dont qqch se présente à nos yeux (fr)[Classe]
χαρακτήρας; ψυχοσύνθεση; κατάσταση[ClasseHyper.]
factotum (en)[Domaine]
Attribute (en)[Domaine]
αρετή, ποιότητα, χαρακτηριστικό[Hyper.]
ποιότητα (n.)
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
ποιότητα (n.)
factotum (en)[Domaine]
Attribute (en)[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,063s