Publicitad E▼
προβλέπω (v.)
1.εκτιμώ για μελλοντική πράξη ή κατάσταση
2.εκφράζω την πιθανότητα να συμβεί κάποιο γεγονός με βάση κάποιες ενδείξεις ή προαισθήματα
3.συμπεραίνω από συγκεκριμένα δεδομένα ή ενδείξεις, κάνω προβλέψεις βάσει αυτών για μελλοντικές εξελίξεις
4.διακρίνω, νιώθω, μαντεύω κάτι πριν να συμβεί, με βάση κάποια στοιχεία ή κάποιο προαίσθημα
5.εκφράζω (κάτι) με τον προφορικό είτε με τον γραπτό λόγο είτε με χειρονομίες, εκφέρω λέξεις, προτάσεις προς κάποιον
προβλέπω
1.καθίσταμαι έτοιμος, κατάλληλος για συγκεκριμένο σκοπό.
Publicidad ▼
προβλέπω
προβλέπω (v.)
διαβλέπω, εικάζω, επαναλαμβάνω, λέω, μαντεύω, προλέγω, προμαντεύω, προμηνύω, προσπαθώ να προβλέψω, προφητεύω, σταθμίζω, συμπεραίνω, συνάγω, σχεδιάζω, υπολογίζω, φαντάζομαι
Ver también
προβλέπω (v.)
↘ αναμενόμενος, γνωστό εκ προοιμίου, προβλέψιμος, προσεχής, προφητικόσ, πρόβλεψη ↗ οιωνός, προμήνυμα, σημείο
Publicidad ▼
προβλέπω
factotum (en)[Domaine]
IntentionalProcess (en)[Domaine]
προβλέπω (v.)
préparer (fr)[Classe]
réfléchir à une question (fr)[Classe]
évaluer par un jugement (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
believes (en)[Domaine]
προβλέπω (v.)
προβλέπω (v.)
οραματίζομαι, πλάθω με τη φαντασία, φαντάζομαι[Hyper.]
figuration (en) - απεικόνιση, είδωλο, εικόνα, ομοίωμα - αντανάκλαση, είδωλο, εικόνα - φαντασία, φαντασίωση - imagery, imagination, imaging, mental imagery (en) - envisioning, picturing (en) - αυταπάτη, ψευδαίσθηση - image, mental image (en) - νοερά απεικόνησησ, οραματισμόσ - εντύπωση, νοητική παράσταση, προσωποποίηση - ιλουζιονιστής, οραματιστής, ουτοπιστής, προφήτης - εικονιστήσ, οραματιστήσ[Dérivé]
αντιλαμβάνομαι, αντιλαμβάνομαι σωστά, εκτιμώ, εννοώ, καταλαβαίνω, καταλαβαίνω καλά, κατανοώ, σταθμίζω, συναισθάνομαι, συνειδητοποιώ - συλλαμβάνω νοερά[Domaine]
προβλέπω (v.)
αποτολμώ, διακινδυνεύω[Hyper.]
forecast, medical prognosis, preview, prognosis, prospect (en)[GenV+comp]
πρόβλεψη - προφητική ικανότητα - forecasting, foretelling, prediction, prognostication, prophecy (en) - παραγγελία, προαγγελία, πρόβλεψη - foreboding (en) - αόριστο κακό προαίσθημα, κακό προαίσθημα, προαίσθημα, προαίσθηση - forecaster, predictor, prognosticator, soothsayer (en) - προνοητικόσ - προφητικόσ[Dérivé]
προβλέπω (v.)
psychology (en)[Domaine]
Predicting (en)[Domaine]
προβλέπω (v.)
prédire (fr)[Classe]
προβλέπω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Stating (en)[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s