definición y significado de προκαλώ | sensagent.com


   Publicitad D▼


 » 
alemán árabe búlgaro checo chino coreano croata danés eslovaco esloveno español estonio farsi finlandés francés griego hebreo hindù húngaro indonesio inglés islandés italiano japonés letón lituano malgache neerlandés noruego polaco portugués rumano ruso serbio sueco tailandès turco vietnamita
alemán árabe búlgaro checo chino coreano croata danés eslovaco esloveno español estonio farsi finlandés francés griego hebreo hindù húngaro indonesio inglés islandés italiano japonés letón lituano malgache neerlandés noruego polaco portugués rumano ruso serbio sueco tailandès turco vietnamita

Definición y significado de προκαλώ

Definición

προκαλώ (v.)

1.περικλείω, εμπεριέχω κάτι

2.πιέζω, ωθώ, ερεθίζω κάποιον (με λόγια, ενέργειες, συμπεριφορά) να κάνει κάτι, να αντιδράσει, παρακινώ, πείθω κάποιον να ενεργήσει με συγκεκριμένο τρόπο

3.παροτρύνω κάποιον να κάνει κάτι που θεωρώ αδύνατο

4.οδηγώ σε ορισμένο αποτέλεσμα

5.προκαλώ την εκδήλωση συναισθημάτων και αντιδράσεων

6.καλώ (σε αναμέτρηση κλπ)

7.εξάπτω, προκαλώ ερωτική επιθυμία σε κάποιον

8.πραγματοποιώ, μετέχω, ασχολούμαι π .χ. με έρευνα

9.με πλάγιο τρόπο (με έντεχνες και κατάλληλες ερωτήσεις) αναγκάζω κάποιον να μου αποκαλύψει κάτι (ένα μυστικό, μια πληροφορία κ.τ.λ.)

10.αποτελώ το τελικό αποτέλεσμα μιας διαδικασίας παραγωγής. Αποκτώ συγκεκριμένη ύπαρξη, υπόσταση

11.για ενδεχόμενο που δεν πραγματοποιήθηκε στο παρελθόν

   Publicidad ▼

Sinónimos

προκαλώ

υποδαυλίζω

Ver también

   Publicidad ▼

Frases

βουίζω δυνατά (ώστε να προκαλώ πόνο) • προκαλώ (σε διαγωνισμό) • προκαλώ έκλειψη • προκαλώ ή νιώθω ρίγη συγκίνησης • προκαλώ αηδία • προκαλώ αναβρασμό • προκαλώ ασφυξία • προκαλώ δυσκοιλιότητα • προκαλώ δυσοσμία • προκαλώ ενόχληση ή πόνο • προκαλώ ζύμωση • προκαλώ ηλεκτροπληξία • προκαλώ θυμό σε κπ. • προκαλώ κίνηση με κτύπημα • προκαλώ καθυστέρηση • προκαλώ κτ. σε κπ. χτυπώντας τον • προκαλώ να γίνει αντιληπτό • προκαλώ ναυτία • προκαλώ πέδηση • προκαλώ ρήξη • προκαλώ σοκ • προκαλώ στα σίγουρα • προκαλώ συσπάσεις • προκαλώ σύγχυση • προκαλώ σύχγυση • προκαλώ ταραχή • προκαλώ τσίμπημα • προκαλώ φαγούρα • προκαλώ φρίκη

Diccionario analógico






προκαλώ (v.)






προκαλώ (v.)

exciter (fr)[Classe]

affrioler (fr)[ClasseParExt.]

réjouir (fr)[Classe]

stimuler le désir sexuel (fr)[Classe]

passion (fr)[DomaineCollocation]







προκαλώ (v.)

passion (fr)[DomaineCollocation]

opinion (fr)[DomaineCollocation]

psychology (en)[Domaine]

Communication (en)[Domaine]


προκαλώ (v.)

factotum (en)[Domaine]

result (en)[Domaine]



προκαλώ (v.)


προκαλώ (v.)


προκαλώ (v.)


 

todas las traducciones de προκαλώ


Contenido de sensagent

  • definiciones
  • sinónimos
  • antónimos
  • enciclopedia

 

8223 visitantes en línea

computado en 0,078s