Publicitad D▼
προκαλώ (v.)
1.περικλείω, εμπεριέχω κάτι
2.πιέζω, ωθώ, ερεθίζω κάποιον (με λόγια, ενέργειες, συμπεριφορά) να κάνει κάτι, να αντιδράσει, παρακινώ, πείθω κάποιον να ενεργήσει με συγκεκριμένο τρόπο
3.παροτρύνω κάποιον να κάνει κάτι που θεωρώ αδύνατο
4.οδηγώ σε ορισμένο αποτέλεσμα
5.προκαλώ την εκδήλωση συναισθημάτων και αντιδράσεων
6.καλώ (σε αναμέτρηση κλπ)
7.εξάπτω, προκαλώ ερωτική επιθυμία σε κάποιον
8.πραγματοποιώ, μετέχω, ασχολούμαι π .χ. με έρευνα
9.με πλάγιο τρόπο (με έντεχνες και κατάλληλες ερωτήσεις) αναγκάζω κάποιον να μου αποκαλύψει κάτι (ένα μυστικό, μια πληροφορία κ.τ.λ.)
10.αποτελώ το τελικό αποτέλεσμα μιας διαδικασίας παραγωγής. Αποκτώ συγκεκριμένη ύπαρξη, υπόσταση
11.για ενδεχόμενο που δεν πραγματοποιήθηκε στο παρελθόν
Publicidad ▼
προκαλώ
προκαλώ (v.)
έχω ως αποτέλεσμα, ανέχομαι, αποσπώ, αποτελώ το έναυσμα, γίνομαι, γίνομαι αφορμή για κτ., γίνομαι η αιτία να ξεκινήσει κτ., γεννώ, δημιουργούμαι, εκμαιεύω, εκτελώ, επιβάλλω, επιστρατεύω, επιφέρω, ε πιφέρω, ερεθίζω κπ., κάνω κπ. να αρχίσει να κάνει κτ., καταλήγω, κατασκευάζομαι, καταστέλλω, κόβω την καύτρα, μπορώ, ξεθυμαίνω, οδηγώ σε, πάω γυρεύοντας, παίζω, παράγομαι, παράγω, παρακινώ, περικλείω, περιλαμβάνω, πετυχαίνω, πνίγω, πραγματοποιώ, προκαλώ ή νιώθω ρίγη συγκίνησης, προξενώ, πυροδοτώ, ρίχνω σε μια κατάσταση, σβήνω, συναρπάζω, τα βάζω με κπ. σε παιχνίδι, φέρνω
Ver también
προκαλώ (v.)
↘ αγωνιζόμενος, αμφισβητίας, ανακαινιστήσ, ανακουφιστικός, αντίζηλος, αντίπαλος, ανταγωνιστής, εκπλήρωση, ερωτότροποσ, κπ. που φλερτάρει, μύηση, πραγμάτωση, προβοκάτορασ, προκλητικός, πρόκληση, υλοποίηση ↗ αιτία, λόγος ≠ ανάβω
Publicidad ▼
⇨ βουίζω δυνατά (ώστε να προκαλώ πόνο) • προκαλώ (σε διαγωνισμό) • προκαλώ έκλειψη • προκαλώ ή νιώθω ρίγη συγκίνησης • προκαλώ αηδία • προκαλώ αναβρασμό • προκαλώ ασφυξία • προκαλώ δυσκοιλιότητα • προκαλώ δυσοσμία • προκαλώ ενόχληση ή πόνο • προκαλώ ζύμωση • προκαλώ ηλεκτροπληξία • προκαλώ θυμό σε κπ. • προκαλώ κίνηση με κτύπημα • προκαλώ καθυστέρηση • προκαλώ κτ. σε κπ. χτυπώντας τον • προκαλώ να γίνει αντιληπτό • προκαλώ ναυτία • προκαλώ πέδηση • προκαλώ ρήξη • προκαλώ σοκ • προκαλώ στα σίγουρα • προκαλώ συσπάσεις • προκαλώ σύγχυση • προκαλώ σύχγυση • προκαλώ ταραχή • προκαλώ τσίμπημα • προκαλώ φαγούρα • προκαλώ φρίκη
προκαλώ
provoke, stimulate (en)[Hyper.]
fomentation, instigation (en) - incitation, incitement (en) - πρόκληση - ερεθιστήσ - υποκινητικόσ[Dérivé]
ενεργώ[Cause]
προκαλώ
avoir pour effet (fr)[Classe]
προξενώ[Hyper.]
occasion (en) - ευκαιρία - περίπτωση, περίσταση[Dérivé]
προκαλώ (v.)
bring on; cause; bring about; raise; provoke; entail (en)[ClasseHyper.]
factotum (en)[Domaine]
precondition (en)[Domaine]
έχω, παρουσιάζω[Hyper.]
αιτία, λόγος - συμπέρασμα, υπαινιγμός - involvement (en)[Dérivé]
προκαλώ (v.)
factotum (en)[Domaine]
causes (en)[Domaine]
προκαλώ (v.)
inviter à participer à une lutte comme adversaire (fr)[Classe]
inciter à participer à une lutte (fr)[Classe]
chevalerie médiévale (fr)[termes liés]
προκαλώ (v.)
προξενώ[Hyper.]
προκαλώ (v.)
προκαλώ (v.)
psychology (en)[Domaine]
increasesLikelihood (en)[Domaine]
παρακινώ, προκαλώ, πυροδοτώ[Hyper.]
invitation (en)[Dérivé]
προκαλώ (v.)
affrioler (fr)[Classe]
provoquer qqn (fr)[Classe...]
stimuler le désir sexuel (fr)[Classe]
(σφοδρή επιθυμία; λαχτάρα)[termes liés]
ενθουσιάζω[Hyper.]
επαφή, σεξ, συνουσία - turn-on (en) - sex, sexual urge (en)[Dérivé]
προκαλώ (v.)
faire cesser qqch (fr)[Classe]
faire cesser une source d'éclairage (fr)[ClasseParExt.]
récepteur d'ondes (fr)[DomaineCollocation]
feu (fr)[DomaineCollocation]
extinction, extinguishing, quenching (en) - πυροσβεστήρας[Dérivé]
ανάβω[Ant.]
προκαλώ (v.)
exciter (fr)[Classe]
affrioler (fr)[ClasseParExt.]
réjouir (fr)[Classe]
stimuler le désir sexuel (fr)[Classe]
passion (fr)[DomaineCollocation]
προκαλώ (v.)
adjurer : demander au nom de Dieu (fr)[Classe]
éviter ou interrompre une relation avec qqn (fr)[Classe]
ensorceler (fr)[Classe]
faire qqch au diable (fr)[DomaineCollocation]
factotum (en)[Domaine]
Process (en)[Domaine]
προκαλώ (v.)
faire bouger (fr)[Classe]
faire partir, démarrer qqch (fr)[ClasseHyper.]
factotum (en)[Domaine]
Process (en)[Domaine]
προκαλώ (v.)
factotum (en)[Domaine]
Process (en)[Domaine]
προκαλώ (v.)
προκαλώ (v.)
προκαλώ (v.)
passion (fr)[DomaineCollocation]
opinion (fr)[DomaineCollocation]
psychology (en)[Domaine]
Communication (en)[Domaine]
παρακινώ, προκαλώ, πυροδοτώ[Hyper.]
καρπώνομαι[Domaine]
προκαλώ (v.)
δημιουργώ, κάνω, κατασκευάζω[Hyper.]
product (en)[Dérivé]
προκαλώ (v.)
provoquer quelqu'un (fr)[Classe]
προκαλώ (v.)
topple; bring down (en)[Classe]
bas (fr)[Caract.]
κατεβαίνω[Hyper.]
precipitation (en)[Dérivé]
προκαλώ (v.)
εγκαινιάζω, ξεκινώ[Hyper.]
Contenido de sensagent
computado en 0,078s