Publicitad R▼
προφυλάσσω (v.)
1.διατηρώ κάτι στην αρχική του κατάσταση ή γενικά σε καλή κατάσταση, προστατεύοντάς το από φθορά ή αλλοίωση
2.με τα κατάλληλα μέσα απομακρύνω έναν κίνδυνο που απειλεί κπ. ή κτ., το( ν) προστατεύω
Publicidad ▼
προφυλάσσω (v.)
διατηρώ, εμποδίζω, κονσερβοποιώ, κρατώ κτ. σε απόσταση, προστατεύω, συντηρώ, φυλάγω
Ver también
Publicidad ▼
προφυλάσσω (v.)
προφυλάσσω (v.)
protéger (fr)[ClasseHyper.]
ce qui est dû (fr)[DomaineCollocation]
ce qui est possédé (fr)[DomaineCollocation]
προφυλάσσω (v.)
protéger (fr)[Classe]
ce qui est dû (fr)[DomaineCollocation]
ce qui est possédé (fr)[DomaineCollocation]
factotum (en)[Domaine]
Maintaining (en)[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,032s