Publicitad R▼
πρόσωπο (n.f.)
1.το ανθρώπινο πρόσωπο και ιδίως η έκφρασή του
πρόσωπο (n.)
1.ο κάθε άνθρωπος χωριστά και κατ΄αντιδιαστολή προς τους άλλους και προς το σύνολο των ανθρώπων, ο ιδιώτης κατ' αντιδιαστολή προς την ομάδα, το κοινωνικό σύνολο
2.ένα αγαπημένο πρόσωπο
3.(γραμματ.) τύπος ρημάτων και αντωνυμιών
4.η έκφραση ή το ύφος, όπως αποτυπώνεται στο βλέμμα ή σε μορφασμό
5.ήρωας λογοτεχνικού ή θεατρικού έργου
6.(συνεκδοχή) ο άνθρωπος, το κάθε άτομο ως ξεχωριστή οντότητα
7.το άτομο που ενδιαφέρει κάποιον ερωτικά
8.το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ανθρώπου από το μέτωπο ως το πιγούνι
Publicidad ▼
πρόσωπο (n.)
άτομο, έρωτας, αγάπη, αγαπημένο πρόσωπο, αγαπημένος, αγαπητός, αξιαγάπητο άτομο, αξιαγάπητος, γλυκέ μου, γλυκιά μου, γλύκα!, γλύκα μου, εραστής, η αγαπημένη, κανακάρης, μούρη, μωρό, ο αγαπημένος, πρόσωπο έργου, φάτσα, χαρακτήρας
πρόσωπο (n.f.)
Ver también
πρόσωπο (n.)
Publicidad ▼
⇨ αγαπημένο πρόσωπο • ανέκφραστο πρόσωπο • ανεπιθύμητο πρόσωπο • ανταγωνιστικός (για πρόσωπο) • αντικειμενικός (για πρόσωπο) • αποφασιστικός (για πρόσωπο) • ασήμαντο πρόσωπο • ασυμβίβαστος (για πρόσωπο) • βάσανο (για πρόσωπο) • γραμματέας (πρόσωπο επιφορτισμένο με τη γραμματειακή υποστήριξη ενός έργου) • γυρίζω αλλού το πρόσωπο • δίχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • δεκαεννιάχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • δεκαεννιάχρονος για πρόσωπο ή ζώο • δεκαεξάχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • δεκαεξάχρονος για πρόσωπο ή ζώο • δεκαεφτάχρονος για πρόσωπο ή ζώο • δεκαπεντάχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • δεκαπεντάχρονος για πρόσωπο ή ζώο • δεκατετράχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • δεκατετράχρονος για πρόσωπο ή ζώο • δεύτερο πρόσωπο • εβδομηντάχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • εβδομηντάχρονος για πρόσωπο ή ζώο • εικοσάχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • ενενηντάχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • ενενηντάχρονος για πρόσωπο ή ζώο • εννιάχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • εννιάχρονος για πρόσωπο ή ζώο • εντεκάχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • εντεκάχρονος για πρόσωπο ή ζώο • εξάχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • εξάχρονος για πρόσωπο ή ζώο • εξηντάχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • εξηντάχρονος για πρόσωπο ή ζώο • εφτάχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • εφτάχρονος για πρόσωπο ή ζώο • ισχυρό πρόσωπο • κοκκίνισμα στο πρόσωπο • κοπίδι κτλ. (για πρόσωπο ή εργαλείο) • μισητό πρόσωπο ή πράγμα • μουσικό ταλέντο (για πρόσωπο) • μυθικό πρόσωπο • νομικό πρόσωπο • οκτάχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • οκτάχρονος για πρόσωπο ή ζώο • πενηντάχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • πενηντάχρονος για πρόσωπο ή ζώο • πεντάχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • πεντάχρονος για πρόσωπο ή ζώο • πολύ σημαντικό πρόσωπο • που ανήκει στο πρόσωπο • πρακτικός (για πρόσωπο) • προσωπικότητα (για πρόσωπο) • πρόσωπο έργου • πρόσωπο ευπρόσδεκτο • πρόσωπο ζώου • πρόσωπο με πολλές γνώσεις • πρόσωπο με πρόσωπο • πρόσωπο με το οποίο κπ. αλληλογραφεί • πρόσωπο που επιλέγει π.χ. τους αθλητές μιας ομάδας • πρόσωπο που καθοδηγεί και προσέχει νεαρό άτομο με κοιν • πρόσωπο που καθοδηγεί νεαρό άτομο με κοινωνικά ή ψυχολογικά προβλήματα • πρόσωπο που παρέχει επαγγελματικές συστάσεις • πρόσωπο που σημειώνει τη βαθμολογία σε αγώνες • πρώτο πρόσωπο • ροδοκόκκινος (για πρόσωπο) • σαραντάχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • σπουδαίο πρόσωπο • σύνδεσμος (για πρόσωπο) • τετράχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • τετράχρονος για πρόσωπο ή ζώο • το πρόσωπο κπ. συννεφιάζει (μτφ.) • το πρόσωπο που θέτει τις ερωτήσεις • το πρόσωπο που θέτει τις ερωτήσεις (π.χ. σε ένα κουίζ) • το πρόσωπο που κερδίζει χρήματα στην οικογένεια • τρίτο πρόσωπο • υποδυομένοσ πρόσωπο τι • φυσικό πρόσωπο
⇨ Γηραιότερο πρόσωπο στον κόσμο • Γηραιότερο πρόσωπο του κόσμου • Νεεμίας (πρόσωπο) • Νεφθαλί (πρόσωπο) • Νομικό πρόσωπο • Πρόσωπο στη Σελήνη • Πρόσωπο της Χρονιάς (περιοδικό TIME) • Πρόσωπο της Χρονιάς (περιοδικό Τάιμ) • Φυσικό πρόσωπο
πρόσωπο (n.)
πρόσωπο (n.)
πρόσωπο (n.)
πρόσωπο (n.)
πρόσωπο (n.)
κίνηση, νόημα, χειρονομία[Hyper.]
πρόσωπο (n.)
personnage (figure traditionnelle ou célèbre) (fr)[ClasseParExt.]
χαρακτήρας; ρόλος[Classe]
roman (fr)[termes liés]
(θέατρο)[termes liés]
literature (en)[Domaine]
CognitiveAgent (en)[Domaine]
φανταστικό ον[Hyper.]
πρόσωπο (n.)
άνθρωπος, άτομο, ανθρώπινο ον, θνητός, τύπος - πρόσωπο[Hyper.]
υπαλληλικό προσωπικό γραφείου - προσωπικό[Desc]
συνεκδοχή[Domaine]
πρόσωπο (n.)
πρόσωπο (n.)
πρόσωπο (n. f.)
μούρη, πρόσωπο, φάτσα[Hyper.]
χαμογελώ[Dérivé]
ανθρώπινο κεφάλι[Desc]
έκφραση της καθομιλουμένης - Ηνωμένο Βασίλειο[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,078s