Publicitad R▼
πρώτος (adj.)
1.αυτός που έχει την μεγαλύτερη αξία, που αξιολογείται ως ο καλύτερος
2.αυτός τον οποίον συναντά κανείς πριν από άλλον, άλλους στον χώρο
3.πολύ καλός π.χ. έχω ένα κρασί πρώτο πράγμα
4.ο πολύ βασικός
5.ο παλαιότερος, αυτός που προηγείται χρονολογικά
6.ο χωρίς ιδιαίτερη επιμέλεια, φροντίδα
7.αυτός που αντιστοιχεί σε σειρά στον αριθμό 1
8.αυτός που πρόκειται να γίνει σύντομα
9.αυτός που έχει την μεγαλύτερη σημασία
10.ο απολύτως βιαστικός, αυτός που πρέπει να ικανοποιηθεί αμέσως
11.αυτός που βρίσκεται πριν από όλους τους άλλους, που προηγείται
πρώτος (n.)
1.ο πρώτος στη σειρά ή στην ιεραρχία
πρώτος
1.αυτός που βρίσκεται πριν από όλους τους άλλους, που προηγείται
2.αυτός που έχει προηγηθεί χρονικά
Publicidad ▼
πρώτος
Ver también
πρώτος (adj.)
Publicidad ▼
⇨ κπ. που βρίσκεται πρώτος στο πόδι • ο πρώτος (από τους δύο) • πρώτος αριθμός • πρώτος ξάδελφος • πρώτοσ αντιπρόεδροσ • τερματίζω πρώτος
⇨ Πρώτος Θερμοδυναμικός Νόμος • Πρώτος Καρχηδονιακός Πόλεμος • Πρώτος Κρητικός Πόλεμος • Πρώτος Μεσσηνιακός Πόλεμος • Πρώτος Πελοποννησιακός Πόλεμος • Πρώτος Πελοποννησιακός πόλεμος • Πρώτος αριθμός • Πρώτος ιερός πόλεμος • Πρώτος νόμος του Ωμ
πρώτος
premier (fr)[termes liés]
πρώτος
earliness (en)[Dérivé]
late, later (en)[Ant.]
πρώτος (adj.)
front (en)[Similaire]
πρώτος (adj.)
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
discriminating (en)[Similaire]
πρώτος (adj.)
opening (en)[Similaire]
πρώτος (adj.)
unprepared (en)[Similaire]
πρώτος (adj.)
ordinal (en)[Similaire]
πρώτος (adj.)
απαραίτητο - dispensability, dispensableness (en)[Dérivé]
essential (en)[Analogie]
διαθέσιμοσ, περιττόσ[Ant.]
πρώτος (adj.)
up (en)[Similaire]
πρώτος (adj.)
πρώτος[Similaire]
πρώτος (adj.)
last (en)[Ant.]
πρώτος (n.)
σειρά[Hyper.]
πρώτος (n. m.)
πρώτος; ο πρώτος (από τους δύο)[ClasseHyper.]
Contenido de sensagent
computado en 0,047s