Publicitad R▼
σακάκι (n. neu.)
1.γενική ονομασία ρούχου, το οποίο φοριέται πάνω από άλλα για προφύλαξη από το κρύο ή τη βροχή
σακάκι (n.)
1.ένδυμα με μανίκια το οποίο καλύπτει συνήθως όλο το σώμα και τα πόδια, φοριέται πάνω από όλα τα άλλα ενδύματα και μας προστατεύει από το δυνατό κρύο του χειμώνα
2.κοντό πανωφόρι
Publicidad ▼
Publicidad ▼
σακάκι (n.)
σακάκι (n.)
veste à manches longues (fr)[Classe]
coat; jacket (en)[ClasseHyper.]
vêtement civil masculin : haut du corps (fr)[ClasseHyper.]
παλτό, πανωφόρι, σακάκι[Hyper.]
jacket (en)[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 1,045s