Publicitad D▼
σβήνω (v.)
1.βγάζω από μια λίστα
2.σβήνω μαγνητικά εγγεγραμμένη πληροφορία
3.ελαττώνω την ένταση, τη δύναμη, την ορμή
4.διακόπτω τη ροή σε μηχανικό σύστημα, ηλεκτρικό κύκλωμα ή ηλεκτρική συσκευή
5.παύω να υπάρχω
6.διαγράφω κάτι γραμμένο, αποτυπωμένο ή χαραγμένο
σβήνω
1.διαλύομαι σε πολλά κομμάτια
2.διαγράφω (συνήθως για γραμμές από κείμενο)
3.αφαιρώ τη σκόνη από μία επιφάνεια,χρησιμοποιώντας πανί ή βούρτσα
4.τελειώνω
Publicidad ▼
Ver también
σβήνω (v.)
↘ ανακουφιστικός ↗ γομολάστιχα, γόμα, δίψα ≠ ανάβω, βάζω, γράφω, διεγείρω, εγγράφω, ερεθίζω, ηχογραφώ, κεντρίζω, κινώ, μαγνητοφωνώ
Publicidad ▼
⇨ σβήνω ήχο • σβήνω εικόνα • σβήνω ξαφνικά (για αυτοκίνητο) • σβήνω πιέζοντας (π.χ. τσιγάρο) • σβήνω τη φλόγα • σβήνω φυσώντας • σβήνω φωτιά • σβήνω φωτιά πατώντας την
σβήνω
faire devenir de moindre importance (fr)[Classe...]
ελαττώνομαι, ελαττώνω, μειώνομαι, μειώνω, περιορίζω[Hyper.]
slacken (en)[Analogie]
σβήνω
καταρρέω[Hyper.]
φθορά - εύθραυστος[Dérivé]
αποσπώ, καταστρέφω, κομματιάζω, σπάζω, χωρίζω κτ. από το σύνολο[Domaine]
σβήνω
σβήνω
σβήνω
cesser d'être, d'exister (fr)[Classe]
s'améliorer (temps) (fr)[Classe]
lumière (fr)[DomaineCollocation]
vague (fr)[DomaineCollocation]
σβήνω
παύω, σταματώ, τελειώνω[Hyper.]
σβήνω (v.)
enlever une partie, un élément d'un tout (fr)[Classe...]
tracer une ligne pour annuler (fr)[Classe]
enlever des éléments d'un texte (fr)[Classe]
annuler ou atténuer (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
IntentionalProcess (en)[Domaine]
αφαιρώ[Hyper.]
σβήνω (v.)
mechanics (en)[Domaine]
Process (en)[Domaine]
σβήνω (v.)
εκπληρώνω, πραγματοποιώ[Hyper.]
δίψα[GenV+comp]
απορροφώ, καταναλώνω, πίνω, παίρνω, τρώω, χρησιμοποιώ[Domaine]
σβήνω (v.)
σβήνω (v.)
σβήνω (v.)
εκλείπω, εξαφανίζομαι, χάνομαι[Hyper.]
σβήνω (v.)
ακυρώνω, διαγράφω[Hyper.]
γομολάστιχα, γόμα[GenV+comp]
erasure, expunction, expunging (en) - erasure (en) - erasure (en)[Dérivé]
τρίβομαι, τρίβω[Domaine]
καθαρίζω, ξεσκονίζω, σβήνω, σκουπίζω, σκουπίζω άλογο τρίβοντάς το, σφουγγαρίζω[Analogie]
σβήνω (v.)
faire cesser qqch (fr)[Classe]
faire cesser une source d'éclairage (fr)[ClasseParExt.]
récepteur d'ondes (fr)[DomaineCollocation]
feu (fr)[DomaineCollocation]
extinction, extinguishing, quenching (en) - πυροσβεστήρας[Dérivé]
ανάβω[Ant.]
σβήνω (v.)
αλλάζω[Hyper.]
απόκρυψη, κρύψιμο, συγκάλυψη - obliterable, removable (en)[Dérivé]
efface, obliterate (en)[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,078s