definición y significado de σε | sensagent.com


   Publicitad E▼


 » 
alemán árabe búlgaro checo chino coreano croata danés eslovaco esloveno español estonio farsi finlandés francés griego hebreo hindù húngaro indonesio inglés islandés italiano japonés letón lituano malgache neerlandés noruego polaco portugués rumano ruso serbio sueco tailandès turco vietnamita
alemán árabe búlgaro checo chino coreano croata danés eslovaco esloveno español estonio farsi finlandés francés griego hebreo hindù húngaro indonesio inglés islandés italiano japonés letón lituano malgache neerlandés noruego polaco portugués rumano ruso serbio sueco tailandès turco vietnamita

Definición y significado de σε

Definición

σε (pro.)

1.Είναι αντικείμενο του ρήματος και αναφέρεται στον παραλήπτη ή στούς παραλήπτες του μηνύματος (π.χ. Σας ενοχλεί αυτός ο θόρυβος).

   Publicidad ▼

Sinónimos

Frases

έξοδα εισαγωγής σε νοσοκομείο • αλιεία σε γλυκά ύδατα • ανάγκες σε νερό • ανάθεση σε τρίτους • αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη • βιομηχανική περιφέρεια σε παρακμή • γάλα σε σκόνη • διαίρεση σε διοικητικές περιφέρειες • διαίρεση σε εκλογικές περιφέρειες • διαδοχή σε γεωργική εκμετάλλευση • εισαγωγή σε ψυχιατρείο • επένδυση σε περιφερειακό επίπεδο • εργασία σε οθόνη • καλλιέργεια σε αναβαθμίδες • μετατροπή από γαλακτοπαραγωγή σε κρεατοπαραγωγή • πειράματα σε ζώα • πληθυσμός σε ηλικία απασχόλησης • προσχώρηση σε συμφωνία • προϊόν διατηρημένο σε απλή ψύξη • προϊόν σε κονσέρβα • πρόσβαση σε επάγγελμα • συγχώνευση σε διεθνές επίπεδο • συμφωνία σε θέματα τιμών • ψηφοφορία σε ένα γύρο • ψηφοφορία σε δύο γύρους • όχημα κινούμενο σε σιδηροτροχιές

Ύψωση σε εκθέτη • Αξία σε Κίνδυνο • Από πόρτα σε πόρτα • Αστυνομική και Δικαστική Συνεργασία σε Ποινικές Υποθέσεις • Δίπλωμα ευρεσιτεχνίας σε λογισμικό • Ελληνική Τριτοβάθμια Εκπαίδευση σε Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνίας • Κάπου σε ξέρω • Λειτουργία σε σι ελάσσονα (Μπαχ) • Μήκος ιμάντα σε ζεύγος τροχαλιών • Ματ σε 2 Υφέσεις • Μεγαλύτερα σε πληθυσμό αστικά κέντρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης • Μεγαλύτερες σε πληθυσμό πόλεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης • Νοικοκυρές Σε Απόγνωση • Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες • Ολυμπιακοί Αγώνες (χόκεϊ σε χόρτο) • Ονομασίες της Ελλάδας σε διάφορες γλώσσες • Σε άλλους κόσμους • Σε βλέπω • Σοσιαλισμός σε μία χώρα • Σοσιαλισμός σε μια χώρα • Το Α σε κύκλο • Το Σύμπαν σε ένα Καρυδότσουφλο • Χόκεϊ σε χόρτο

   Publicidad ▼

Diccionario analógico

 

todas las traducciones de σε


Contenido de sensagent

  • definiciones
  • sinónimos
  • antónimos
  • enciclopedia

 

5133 visitantes en línea

computado en 0,031s