Publicitad R▼
σημαντικός (adj.)
1.αυτός που υπάρχει ή σημαίνει σε μεγάλο βαθμό
2.που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, που έχει μεγάλη σημασία και που κατά συνέπεια αξίζει την προσοχή και το ενδιαφέρον μας
Publicidad ▼
σημαντικός (adj.)
αξιοσημείωτος, αξιόλογος, βασικός, επικίνδυνος, ευμεγέθης, θεμελιώδης, ισχυρός, καίριος, κύριος, μεγάλος, ουσιαστικός, ουσιώδης, που έχει ειδικό νόημα, που έχει νόημα, που ασκεί επιρροή, σπουδαίος, υψηλός
Ver también
σημαντικός (adj.)
↘ ουσιαστικά, το ζήτημα είναι ↗ επίδραση, επιρροή, κρίσιμα, με μεγάλη επιρροή, με σημασία, υλικό ≠ άσκοπος, ασήμαντη, ασήμαντο, ασήμαντος, επουσιώδης, που δεν έχει νόημα
Publicidad ▼
σημαντικός (adj.)
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
σημασία - κρισιμότησ, κρισιμότητα - κρίσιμα[Dérivé]
noncrucial (en)[Ant.]
σημαντικός (adj.)
quality (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
σημαντικός (adj.)
economy (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
κρίσιμος[Similaire]
σημαντικός (adj.)
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
σημαντικός (adj.)
fortement douloureux (fr)[Classe]
répugnant moralement (fr)[Classe]
heavy (en)[Similaire]
σημαντικός (adj.)
qui est intense, présent en nombre, en quantité... (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
σημαντικά[Dérivé]
inconsiderable (en)[Ant.]
σημαντικός (adj.)
μεγάλος, μεγάλος σε μέγεθος[Similaire]
σημαντικός (adj.)
επίδραση, επιρροή[Qui a]
δύναμη - επήρεια, επίδραση, επιρροή - με μεγάλη επιρροή, σημαντικά[Dérivé]
uninfluential (en)[Ant.]
σημαντικός (adj.)
ευμεγέθης, σημαντικός[Similaire]
σημαντικός (adj.)
dont l'usage est, ou peut être, avantageux (fr)[Classe]
βασικός; θεμελιώδης[Classe]
qui sert de qqch, en a la fonction (fr)[Classe]
quality (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
εξαιρετικός, μεγάλος, υψηλός[Similaire]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s