definición y significado de σημείο | sensagent.com


   Publicitad E▼


 » 
alemán árabe búlgaro checo chino coreano croata danés eslovaco esloveno español estonio farsi finlandés francés griego hebreo hindù húngaro indonesio inglés islandés italiano japonés letón lituano malgache neerlandés noruego polaco portugués rumano ruso serbio sueco tailandès turco vietnamita
alemán árabe búlgaro checo chino coreano croata danés eslovaco esloveno español estonio farsi finlandés francés griego hebreo hindù húngaro indonesio inglés islandés italiano japonés letón lituano malgache neerlandés noruego polaco portugués rumano ruso serbio sueco tailandès turco vietnamita

Definición y significado de σημείο

Definición

σημείο (n.)

1.ενδεικτικό, δηλωτικό σημάδι

2.το σύμβολο της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης, το σχήμα του σταυρού που κάνουμε με τα τρία δάχτυλα του δεξιού χεριού

3.σημάδι για όσα πρόκειται να συμβούν ή επιτρέπει να γίνουν προβλέψεις για το μέλλον

4.χρονικό σημείο, καθορισμένη στιγμή κατά τη διάρκεια μιας κατάστασης ή ενέργειας

5.το ελάχιστο στοιχείο του χώρου που δεν έχει έκταση και σχήμα

6.καθένα από τα σύμβολα με τα οποία δηλώνονται μαθηματικές πράξεις

7.θέση σε μία λίστα ή σε μια σειρά

8.ορισμένη θέση

9.διαφοροποιητικό σύμβολο

σημείο

1.σημείο που ορίζεται σε σχέση με στοιχεία της επιφάνειας κάποιας περιοχής

   Publicidad ▼

Definición (más)

definición de σημείο (Wikipedia)

Sinónimos

   Publicidad ▼

Ver también

Frases

ακρότατο σημείο • ανατολή (ως σημείο του ορίζοντα) • απώτατο σημείο • ασθενές σημείο • βαθύ σημείο ποταμού • βορράς (ως σημείο του ορίζοντα) • βραχύ σημείο • γεωγραφικό σημείο • δείχνω το ακριβές σημείο • δεκαδικό σημείο • διακριτικό σημείο • διατηρώ σε συγκεκριμένο σημείο • δυνατό σημείο • δύση (ως σημείο του ορίζοντα) • επίμαχο σημείο • κρανιομετρικό σημείο • κύριο σημείο πυξίδας • νεκρό σημείο • νότος (ως σημείο του ορίζοντα) • ουράνιο σημείο • σ' αυτό το σημείο • σε αυτό το σημείο • σημείο Κιουρί • σημείο ένωσης • σημείο αναφλέξεως • σημείο αναφοράς • σημείο βρασμού • σημείο διανομής • σημείο διαρροής • σημείο ελέγχου • σημείο ενδύματος που στηρίζεται σε ώμο • σημείο επαφής • σημείο εστίασης • σημείο ζέσεως • σημείο κάτω από το γαλλικό c • σημείο κορεσμού • σημείο πήξης • σημείο παράλειψησ • σημείο που δεν μπορεί να δει εύκολα κπ. λόγω παρεμβαλλό • σημείο που δεν μπορεί να δει εύκολα κπ. λόγω παρεμβαλλόμενου εμποδίου • σημείο που προκαλεί μποτιλιάρισμα • σημείο πυξίδας • σημείο σε πυξίδα • σημείο στίξης • σημείο τήξης • σημείο υγροποιήσεως • σημείο όπου κτ. συμβαίνει • σύμβολο του τόνου(σημείο στίξης) • το βαθύ σημείο ενός λιμανιού • το πιο ενδιαφέρον σημείο • τόνος (σημείο στίξης) • φτάνω στο ανώτατο σημείο

Diccionario analógico



σημείο (n.)

(prayer) (en)[termes liés]

(crucifixion) (en)[termes liés]

factotum (en)[Domaine]

BodyMotion (en)[Domaine]







σημείο (n.)

/ (fr)[ClasseHyper.]




σημείο (n.)



Wikipedia

Σημείο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Για άλλες χρήσεις του όρου δείτε: Σημείο (αποσαφήνιση)

Ενα σημείο στον χώρο ονομάζεται μια οντότητα που έχει θέση αλλά δεν έχει διαστάσεις (μήκος, πλάτος ή ύψος). Έτσι, το σημείο αποδίδει την έννοια της θέσης χωρίς να παρέχει άλλες πληροφορίες.

O ορισμός του σημείου που παρέχει στα Στοιχεία του o Ευκλείδης είναι «σημειον εστιν, ου μερος ουθεν», δηλαδή σημείο είναι αυτό που δεν αποτελείται απο μέρη. Ο ορισμός αυτός παρά την ασάφεια του δεν είχε δημιουργήσει ουσιαστικά προβλήματα στην κλασσική Ευκλείδεια Γεωμετρία.

Στην Καρτεσιανή Γεωμετρία το σημείο ταυτίζεται με τις συντεταγμένες του. Έτσι σε έναν Ευκλείδειο χώρο τριών διαστάσεων το σημείο ορίζεται ώς η διατεταγμένη τριάδα (α,β,γ) , όπου τα α,β,γ είναι πραγματικοί αριθμοί. Γενικότερα για ένα χώρο n διαστάσεων το σημείο ορίζεται από τις n συντεταγμένες του.


Βλέπε επίσης

 

todas las traducciones de σημείο


Contenido de sensagent

  • definiciones
  • sinónimos
  • antónimos
  • enciclopedia

 

3904 visitantes en línea

computado en 0,047s