Publicitad R▼
σιχαίνομαι (v.)
1.νιώθω έντονη αποστροφή και αηδία για (πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση), δεν μπορώ να ανεχθώ (κάτι)
Publicidad ▼
σιχαίνομαι (v.)
Ver también
Publicidad ▼
σιχαίνομαι (v.)
αντιπαθώ[Hyper.]
έχθρα, απέχθεια, αποστροφή, μίσος, σιχαμάρα - hate (en) - μισητήσ[Dérivé]
αγαπώ, ποθώ[Ant.]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s