Publicitad R▼
σκέφτομαι (v.)
1.έχω την ικανότητα της λογικής σκέψης
2.υπολογίζω, συνδυάζω λογικά
3.σκοπεύω,σχεδιάζω
4.επαναφέρω στη μνήμη μου εικόνες, συναισθήματα από το παρελθόν ή υποθετικές καταστάσεις, συνήθως αναπολώντας ή με κριτική διάθεση
5.κάνω σκέψεις γύρω από ένα ζήτημα, συλλογίζομαι προσεκτικά
6.έχω την εντύπωση, μου φαίνεται ότι, πιστεύω, υποθέτω
7.κάνω σκέψεις πάνω σε κάποιο θέμα, εμβαθύνω τα ερεθίσματα που δέχομαι από το περιβάλλον
σκέφτομαι
1.διατηρώ στη μνήμη μου, θυμάμαι, π.χ. "θυμήσου να τηλεφωνείς κάθε μέρα".
Publicidad ▼
σκέφτομαι
σκέφτομαι (v.)
αναμένω, ας υποθέσουμε, διαλογίζομαι, εικάζω, εξετάζω προσεκτικά, θεωρώ, καλοσκέφτομαι, καταλήγω στο λογικό συμπέρασμα, λογαριάζω, μελετώ προσεκτικά, νομίζω, νομίζω ότι, πιστεύω, προτίθεμαι, σκέπτομαι, σκέφτομαι λογικά, στοχάζομαι, συμπεραίνω, υποθέτω, υπολογίζω, υποψιάζομαι, φαντάζομαι
Ver también
Publicidad ▼
⇨ δε σκέφτομαι κόπους ή έξοδα • λέω αυτό που σκέφτομαι • σκέφτομαι έντονα • σκέφτομαι λογικά • σκέφτομαι να • σκέφτομαι προσεκτικά • σκέφτομαι συνέχεια
σκέφτομαι (v.)
raisonner (fr)[Classe]
σκέφτομαι έντονα, στοχάζομαι[Hyper.]
λογική, λογικό, λόγος, νόηση - σκέψη, συλλογισμός - λογικός[Dérivé]
σκέφτομαι (v.)
σκέφτομαι (v.)
συνδέομαι, συνδέω, συσχετίζω[Hyper.]
σκέφτομαι (v.)
σκέφτομαι έντονα, στοχάζομαι[Hyper.]
σκέφτομαι (v.)
factotum (en)[Domaine]
considers (en)[Domaine]
σκέφτομαι (v.)
σκέφτομαι (v.)
Contenido de sensagent
computado en 0,046s