Publicitad R▼
σκληρός (adj.)
1.αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ανθρωπιάς. Αυτός που δεν ταιριάζει στην ανθρώπινη φύση, κυρίως από ηθική και συναισθηματική άποψη
2.αυτός που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από έλλειψη καλών τρόπων
σκληρός
1.αυτός που είναι φτιαγμένος από κέρατο
Publicidad ▼
σκληρός
σκληρός (adj.)
άγριος, άθλιος, άκαμπτος, άκαρδος, άξεστος, άσπλαχνος, έξαλλος, αγενής, αγκαθωτός, αδυσώπητος, αλύγιστος, αμείλικτος, ανάγωγος, ανένδοτος, ανήλεος, αναίσθητος, ανελέητος, ανηλεής, ανθεκτικός, απάνθρωπος, απότομος, αρκτικός, ασυγκίνητος, αυστηρός, βίαιος, βαρύς για καιρό, γερός, δηκτικός, διαπεραστικός, δριμύς, δυσβάσταχτος, δύσκαμπτος, δύστροπος, καταπιεστικός, κατεψυγμένος, καυστικός, κτηνώδης, λυσσαλέος, μαινόμενος, παγερός, παγωμένος, παρακατιανός, πολικός, σαδιστικός, σκασμένος, σκληρόκαρδος, σοβαρός, στέρεος, τραχύς, τσουχτερός, τυραννικός, φαρμακερός, χοντρόπετσος, χυδαίος, ψυχρός
Ver también
σκληρός (adj.)
↘ άθλια, άνθρωπος άγριος, αγριότητα, αδρότητα, αμείλικτα, ανελέητα, ανηλεώς, αυστηρά, αυταρχισμός, δεσποτισμός, δικτατορία, δυσάρεστα, δύστροπα, ευχρηστία, η εξουσία του δικτάτορα, κακία, κτηνωδία, λιτά, μίζερα, με δυσαρέσκεια, μοχθηρότητα, ολοκληρωτισμός, πρωτόγονος, σκληρά, σοβαρά, τραχύτητα, τυραννία, τυραννικά, χρησιμότησ, χρησιμότητα, ψυχρότητα ↗ απάνθρωπα, αυστηρότητα, δριμύτητα, λιτότητα, σκληρότητα, σοβαρότητα ≠ ανθρωπιστικός, ανθρώπινος
Publicidad ▼
σκληρός
hard (en)[Similaire]
σκληρός (adj.)
cruel (fr)[Classe]
qui est à l'état sauvage (fr)[Classe]
qui hait le genre humain (fr)[Classe]
bourru (fr)[Classe]
qui est d'une nature rude, primitive (fr)[Classe]
qualificatif d'un comportement d'animal (fr)[DomaineDescription]
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
violent (en)[Similaire]
σκληρός (adj.)
σκληρός (adj.)
cruel (fr)[Classe]
σκληρός (adj.)
sévère (fr)[Classe]
austère (fr)[Classe]
αυστηρότητα - αυστηρότησ, αυστηρότητα, δριμύτητα, λιτότητα, σκληρότητα, σοβαρότητα[Rel.Cont.]
απαιτητικός[Similaire]
σκληρός (adj.)
hard; tight; stiff; firm; solid (en)[Classe]
résistant (chose) (fr)[Classe]
inflexible (en)[Similaire]
σκληρός (adj.)
qui est intense, présent en nombre, en quantité... (fr)[Classe]
froid (fr)[Classe]
dur, difficile à supporter, à subir (fr)[Classe]
qualificatif du froid intense (fr)[DomaineDescription]
pénétrer (fr) - saisir (fr) - piquer (fr) - piquer (fr) - cingler, siffler (fr)[Qui~]
κρύος, που κρυώνει, ψυχρός[Similaire]
σκληρός (adj.)
αποτελεσματικός, πρακτικός[Similaire]
σκληρός (adj.)
formidability, toughness (en)[Dérivé]
tender (en)[Ant.]
σκληρός (adj.)
désagréable (personne) (fr)[Classe]
répugnant moralement (fr)[Classe]
σκληρός (adj.)
qui a des poils (fr)[Classe]
décoiffé (fr)[Classe]
(όρθιος; στητός; ευθυτενής), (κατακόρυφο)[termes liés]
garni de pointes (fr)[Caract.]
σκληρός (adj.)
σκληρός (adj.)
ανώμαλος[Similaire]
σκληρός (adj.)
brut, sans finesse (personnes) (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
unrefined (en)[Similaire]
σκληρός (adj.)
άσπλαχνος, αμείλικτος[Similaire]
σκληρός (adj.)
σκληρός (adj.)
βαρύς[Similaire]
σκληρός (adj.)
μπαγιάτικος[Similaire]
σκληρός (adj.)
σκληρός (adj.)
hardness (en)[Rel.App.]
σκληρός (adj.)
dur, difficile à supporter, à subir (fr)[Classe]
qualificatif d'un travail (fr)[DomaineDescription]
απαίσιος, εχθρικός[Similaire]
σκληρός (adj.)
contraire à la justice, à l'équité (fr)[Classe]
contraignant (fr)[Classe]
violent (personnes) (fr)[Classe]
αυταρχικός[Classe]
(αυτοκράτορας; τύραννος; δυνάστης)[termes liés]
qualificatif d'un type de pouvoir autoritaire (fr)[DomainJugement]
oppresser (fr)[Qui~]
καταπιεστικός[Similaire]
σκληρός (adj.)
qui offense (fr)[Classe]
incisif (esprit ou propos) (fr)[Classe]
exprimé en peu de mots (bon, style) (fr)[ClasseParExt.]
insulter (fr)[termes liés]
cingler (fr)[Qui~]
σαρκαστικός[Similaire]
Contenido de sensagent
computado en 0,062s