Publicitad R▼
σκούζω (v.)
1.βγάζω άγριες, οξείες και διαπεραστικές κραυγές
2.ουρλιάζω, στριγκλίζω
3.βγάζω διαπεραστική φωνή
4.παράγω ξερό,συχνά οξύ και ενοχλητικό διακεκομμένο ήχο
Publicidad ▼
σκούζω (v.)
βγάζω κραυγές, κραυγάζω , κρώζω, ουρλιάζω, στριγκλίζω, τρίζω, τσιρίζω, φωνάζω, ωρύομαι
Ver también
σκούζω (v.)
↘ δυσάρεστος, εκνευριστικός, κρώξιμο, με τριγμούς, σκούξιμο, τραχύς, τσιρικτός
Publicidad ▼
σκούζω (v.)
σκούζω (v.)
στριγκλίζω[Hyper.]
σκούζω (v.)
φωνάζω[Hyper.]
ουρλιαχτό - βουητό, βροντή, μπουμπουνητό, σαματάς - φωνάζων δυνατά, φωνακλάσ[Dérivé]
σκούζω (v.)
σκούζω (v.)
σκούζω (v.)
βγάζω φωνή[Hyper.]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s