Publicitad R▼
στοιβάζω (v.)
1.γεμίζω ή καλύπτω ένα χώρο κατά τρόπο ακατάστατο
2.τοποθετώ πολλά όμοια ή ομοειδή πράγματα το ένα επάνω στο άλλο, συνήθ. πρόχειρα και προσωρινά
στοιβάζω
1.συλλέγω, μαζεύω για να σχηματίσω ένα σύνολο
Publicidad ▼
στοιβάζω
επισσωρεύομαι, στοιβάζομαι, στριμώχνομαι, στριμώχνω, συγκεντρώνω, συσσωρεύομαι, συσσωρεύω
στοιβάζω (v.)
βάζω σε σωρό, γέρνω, γεμίζω, στοιβάζομαι, στριμώχνω, φορτώνω
Ver también
στοιβάζω (v.)
Publicidad ▼
στοιβάζω
se serrer contre (fr)[Classe...]
s'ajouter (fr)[Classe]
assembler des matériaux (fr)[Classe...]
(συμπιεστήσ; αεραντλία)[Caract.]
αυξάνομαι, αυξάνω[Hyper.]
συσσώρευση - περισυλλογή - συνονθύλευμα, σωρός - στοίβα, σωρός - υλικά εδάφους - accumulative (en) - συσσωρευτικός[Dérivé]
στοιβάζω (v.)
remplir complètement qqch (fr)[Classe]
στοιβάζω (v.)
se déplacer en changeant de direction (fr)[Classe]
fly (en)[Classe]
effectuer une manœuvre d'un avion (fr)[DomaineCollocation]
στοιβάζω (v.)
οργανώνω, συντάσσω, τακτοποιώ[Hyper.]
στοίβα, σωρός - θημωνιά - σωρεύτησ[Dérivé]
στοιβάζω (v.)
Contenido de sensagent
computado en 0,032s