Publicitad R▼
στριμώχνω
1.συλλέγω, μαζεύω για να σχηματίσω ένα σύνολο
στριμώχνω (v.)
1.ασκώ, εφαρμόζω μια δύναμη επάνω σε μια επιφάνεια, σε ένα αντικείμενο
Publicidad ▼
στριμώχνω
δεσμεύω, επισσωρεύομαι, κλείνω σε μικρό μέρος, στοιβάζομαι, στοιβάζω, στριμώχνομαι, συγκεντρώνω, συσσωρεύομαι, συσσωρεύω
στριμώχνω (v.)
ζουλώ, καταστέλλω, πιέζω, στοιβάζομαι, στοιβάζω, στριμώχνομαι, συνθλίβω, χώνω
Ver también
στριμώχνω (v.)
↗ ίσιος, επίπεδο, επίπεδοσ, ομοιόμορφος, σταθερός, στο ίδιο επίπεδο
Publicidad ▼
στριμώχνω
φυλακίζω[Hyper.]
στριμώχνω
se serrer contre (fr)[Classe...]
s'ajouter (fr)[Classe]
assembler des matériaux (fr)[Classe...]
(συμπιεστήσ; αεραντλία)[Caract.]
αυξάνομαι, αυξάνω[Hyper.]
συσσώρευση - περισυλλογή - συνονθύλευμα, σωρός - στοίβα, σωρός - υλικά εδάφους - accumulative (en) - συσσωρευτικός[Dérivé]
στριμώχνω
επισυνάπτω, κολλώ, συνδέω[Hyper.]
στριμώχνω (v.)
εκτοπίζω, μετακινώ, μετατοπίζω[Hyper.]
wedge (en) - cuneus, wedge, wedge shape (en)[Dérivé]
στριμώχνω (v.)
oblige (en)[Classe]
ensnare; entrap; trap into (en)[Classe]
attraper quelqu'un (fr)[Classe]
voie sans issue (fr)[Thème]
κατευθύνω, στρέφω[Hyper.]
γωνία, γωνιά, κόγχη, κόχη - corner (en) - εσοχή, κόγχη - box, corner (en)[Dérivé]
στριμώχνω (v.)
στριμώχνω (v.)
flatten off; flatten; flatten out (en)[ClasseHyper.]
στριμώχνω (v.)
στριμώχνω (v.)
αγγίζω, ακουμπώ[Hyper.]
πίεση, σιδέρωμα, σφύξιμο - πίεση[Dérivé]
στριμώχνω (v.)
εμφυτεύω, ενθέτω, μπήγω[Hyper.]
στριμώχνω (v.)
καταχωρίζω, τοποθετώ[Hyper.]
gusset, inset (en) - insert, inset (en)[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,047s