Publicitad R▼
συγκεκριμένος (adj.)
1.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο είδος
Publicidad ▼
συγκεκριμένος (adj.)
Ver también
συγκεκριμένος (adj.)
↘ γνώρισμα, ιδιορρυθμία, παραξενιά, χαρακτήρας, χαρακτηριστικό ≠ αναίτιος, αφηρημἐνος, γενικός, καθολικός, που ανήκει στην αφηρημένη τέχνη
Publicidad ▼
συγκεκριμένος (adj.)
matériel (concret) (fr)[Classe]
συγκεκριμένος (adj.)
quality (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
ειδικός, συγκεκριμένος[Similaire]
συγκεκριμένος (adj.)
qui forme une espèce, une catégorie déterminée (fr)[Classe]
conforme à une règle (fr)[ClasseParExt.]
ειδικός; συγκεκριμένος[ClasseHyper.]
quality (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
ειδικά, ρητά, συγκεκριμένα - γενικότητα, καθολικότητα[Dérivé]
γενικός, καθολικός - αναίτιος[Ant.]
συγκεκριμἐνος (adj.)
απόλυτος[Similaire]
Contenido de sensagent
computado en 0,047s