Publicitad D▼
συγκεντρώνομαι
1.έρχομαι, εμφανίζομαι, κυρίως προς εκπλήρωση υποχρεώσεως
συγκεντρώνομαι (v.)
1.στρέφω την προσοχή μου αποκλειστικά σε κάτι
2.μαζεύω στο ίδιο μέρος
3.συγκεντρώνομαι σε ένα μέρος με τρόπο που θυμίζει ή χαρακτηρίζει αγέλη
4.συγκεντρώνω σε ένα μέρος
Publicidad ▼
συγκεντρώνομαι
συγκεντρώνομαι (v.)
ανασυντάσσο, ανασυντάσσομαι, ανασυντάσσω, επικεντρώνομαι, επιστρατεύω, κινούμαι αγεληδόν, μαζεύομαι, μαζεύω, πηγαίνω και παίρνω, συγκεντρώνω, συλλέγω, συνάζω, συναθροίζω, συνενώνω, συρρέω, συρρέω με το πλήθος, συσπειρώνομαι, φτιάχνω ομάδα
Ver también
συγκεντρώνομαι (v.)
Publicidad ▼
συγκεντρώνομαι
εμφανίζομαι[Hyper.]
συγκεντρώνομαι (v.)
συγκεντρώνομαι (v.)
group (en)[Classe]
συγκεντρώνομαι (v.)
συγκεντρώνομαι (v.)
μαζεύομαι, μαζεύω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω - αλλάζω θέση[Hyper.]
εκκλησίασμα - congregation (en) - εκκλησίασμα[Dérivé]
συγκεντρώνομαι (v.)
συγκεντρώνομαι (v.)
συγκεντρώνομαι (v.)
συνωστίζομαι, συνωστίζω[Hyper.]
herd, ruck (en)[Dérivé]
συγκεντρώνομαι (v.)
μαζεύω, συγκαλώ, συγκεντρώνω, συναρμολογώ[Hyper.]
rally, rallying (en)[Dérivé]
συγκεντρώνομαι (v.)
se grouper (personnes) (fr)[ClasseParExt.]
form a group; come together; collect; meet; mass (en)[ClasseHyper.]
factotum (en)[Domaine]
SocialInteraction (en)[Domaine]
μαζεύομαι, μαζεύω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω[Hyper.]
ομάδα - ομαδοποίηση[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,062s