Publicitad E▼
συγκεντρώνω (v.)
1.συλλέγω, μαζεύω για να σχηματίσω ένα σύνολο
2.μαζεύω, συναθροίζω κάπου ένα (μεγάλο) αριθμό πραγμάτων, στοιχείων, αποδείξεων κ.τ.λ
3.τοποθετώ σε συγκεκριμένο χώρο
4.συλλέγω, συγκεντρώνω σε ενιαίο σύνολο, μαζεύω
5.μαζεύω στο ίδιο μέρος
6.συγκεντρώνω σε ένα μέρος
Publicidad ▼
συγκεντρώνω
συγκεντρώνω (v.)
ανασυντάσσο, ανασυντάσσομαι, ανασυντάσσω, απλώνω κτ. ώστε να το βλέπουν όλοι, είμαι καρφωμένος, είμαι μπηγμένος, εναποθέτω, εναποθηκεύω, επισσωρεύομαι, επιστρατεύω, μαζεύομαι, μαζεύω, παρατάσσω, πηγαίνω και παίρνω, στοιβάζομαι, στοιβάζω, στριμώχνομαι, στριμώχνω, συγκαλώ, συγκεντρώνομαι, συλλέγω, συνάζω, συναθροίζω, συναρμολογώ, συνενώνω, συσπειρώνομαι, συσσωρεύομαι, συσσωρεύω, σφηνώνομαι, σφηνώνω, φτιάχνω ομάδα
Ver también
συγκεντρώνω (v.)
↘ παραλαβή, συγκέντρωση, συγκεντρωτισμός, συλλογή, σύνολο ≠ απαλλάσσω, αποκεντρώ, αποκεντρώνω, αποσυναρμολογώ, διαλύω, διαλύω σε κομμάτια, ξεμοντάρω
Publicidad ▼
⇨ συγκεντρώνω με χίλια βάσανα • συγκεντρώνω σε μεγάλη ποσότητα • συγκεντρώνω στοιχεία • συγκεντρώνω στρατό • συγκεντρώνω ψήφους
συγκεντρώνω
βγάζω, εμφανίζω[Hyper.]
συγκεντρώνω
rendre important (fr)[Classe]
sharpen (en)[Hyper.]
focalisation, focalization, focusing (en) - focal point, focus (en) - εστία, σημείο εστίασης[Dérivé]
blur (en)[Ant.]
συγκεντρώνω (v.)
se serrer contre (fr)[Classe...]
s'ajouter (fr)[Classe]
assembler des matériaux (fr)[Classe...]
(συμπιεστήσ; αεραντλία)[Caract.]
αυξάνομαι, αυξάνω[Hyper.]
συσσώρευση - περισυλλογή - συνονθύλευμα, σωρός - στοίβα, σωρός - υλικά εδάφους - accumulative (en) - συσσωρευτικός[Dérivé]
συγκεντρώνω (v.)
συγκεντρώνω (v.)
συγκεντρώνω (v.)
οργανώνω, συντάσσω, τακτοποιώ[Hyper.]
διάταξη, παράταξη, συλλογή[Dérivé]
συγκεντρώνω (v.)
στιβάζω[Classe]
rassembler, entasser (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
IntentionalProcess (en)[Domaine]
συγκεντρώνω (v.)
centraliser (fr)[Thème]
centralisme politique (fr)[DomaineCollocation]
αλλάζω[Hyper.]
centralisation, centralization (en) - συγκεντρωτισμός[Dérivé]
αποκεντρώ, αποκεντρώνω[Ant.]
συγκεντρώνω (v.)
group (en)[Classe]
συγκεντρώνω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Motion (en)[Domaine]
συγκεντρώνω (v.)
μαζεύομαι, μαζεύω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω - αλλάζω θέση[Hyper.]
εκκλησίασμα - congregation (en) - εκκλησίασμα[Dérivé]
συγκεντρώνω (v.)
συγκεντρώνω (v.)
συνωστίζομαι, συνωστίζω[Hyper.]
herd, ruck (en)[Dérivé]
συγκεντρώνω (v.)
prendre possession de qqch (fr)[Classe]
στιβάζω[Classe]
prendre indûment possession de qqch (fr)[Classe]
(trust; conglomerate) (en)[termes liés]
trust (en)[Dérivé]
συγκεντρώνω (v.)
μαζεύω, συγκαλώ, συγκεντρώνω, συναρμολογώ[Hyper.]
rally, rallying (en)[Dérivé]
συγκεντρώνω (v.)
se grouper (personnes) (fr)[ClasseParExt.]
form a group; come together; collect; meet; mass (en)[ClasseHyper.]
factotum (en)[Domaine]
SocialInteraction (en)[Domaine]
μαζεύομαι, μαζεύω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω[Hyper.]
ομάδα - ομαδοποίηση[Dérivé]
συγκεντρώνω (v.)
συμπεριφέρομαι[Hyper.]
διεκδικητικός, δυναμικός[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,032s