Publicitad D▼
συγκρατώ (v.)
1.καταγράφω ως πληροφορία, κρατώ στη μνήμη μου
2.ανακόπτω την ορμή, εμποδίζω ή σταματώ την κίνηση, την πορεία πράγματος ή προσώπου
3.κρατώ μέρος από κάτι
4.κρατώ κάποιον ή κάτι σε ορισμένα πλαίσια, διατηρώ υπό έλεγχο
5.κλείνω μέσα σε όρια ή θέτω σε όρια κάτι
6.έχω στη κατοχή μου κάτι και το αποθηκεύω για μελλοντική χρήση ή εφαρμογή
συγκρατώ
1.κρατώ υπό έλεγχο, συγκρατώ, αναχαιτίζω, εξουσιάζω
2.δεσμεύω κάτι
Publicidad ▼
συγκρατώ (v.)
ανακόπτω, αναχαιτίζω, αποκρύπτω, αποσιωπώ, αρνούμαι, αρνούμαι να δώσω, βάζω τέρμα σε κτ., διατηρώ, ελέγχω, εμποδίζω, θυμάμαι, καθυστερώ κπ., κατακρατώ, καταστέλλω, κρατώ, παρακρατώ, περιορίζω, σταματώ, φράζω
Publicidad ▼
συγκρατώ
ελέγχω, περιορίζω, συγκρατώ[Hyper.]
ποσότητα - αριθμός, αριθμός αναγνώρισης - αριθμός, ψηφίο - αριθμός[Dérivé]
συγκρατώ
συγκρατώ
συγκρατώ
έχω, περιέχω, περιλαμβάνω[Hyper.]
στεγανός[Dérivé]
συγκρατώ (v.)
mémoriser (faculté humaine) (fr)[Classe]
θυμάμαι, λαμβάνω υπόψη, σκέφτομαι[Hyper.]
μνήμη, μνημονικό, θυμητικό - στεγανός[Dérivé]
συγκρατώ (v.)
συγκρατώ (v.)
συγκρατώ (v.)
cacher qqch ou qqn (fr)[Classe]
(αίσθηση; αύρα; νότα; γεύση (μτφ.); ατμόσφαιρα)[termes liés]
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
συγκρατώ (v.)
αποκλείω, εμποδίζω[Hyper.]
αλτ, στάση - κλείσιμο, φράξιμο - σταμάτημα, φράξιμο - διακοπή, παύση, στάση, σταμάτημα[Dérivé]
συγκρατώ (v.)
συγκρατώ (v.)
βουλώνω[Classe]
rendre fixe, immobile (fr)[Classe...]
(watercourse; stream), (discharge; drainings; drainage) (en)[termes liés]
ouvrage hydraulique (fr)[termes liés]
συγκρατώ (v.)
Contenido de sensagent
computado en 0,078s