Publicitad E▼
συζητώ (v.)
1.συζητώ τα υπέρ και τα κατά ενός θέματος
2.πραγματεύομαι
3.παρουσιάζω λόγους και επιχειρήματα
4.ανταλλάσσω σκέψεις, συζητώ με κάποιον, εκφράζω τις απόψεις μου, εκφράζω (κάτι) (χωρίς να χρησιμοποιώ το λόγο) (μτφ)
5.συζητώ με κάποιον
6.σκέφτομαι, εξετάζω κάτι προσεκτικά
συζητώ
1.συζητώ κάτι εκτενώς
Publicidad ▼
συζητώ (v.)
αναφέρομαι, αντιπαραθέτω, επιχειρηματολογώ, λέω, μελετώ, μιλάω, μιλώ, σκέφτομαι να, σταθμίζω, συζητώ δημόσια για κτ., συνδιαλέγομαι, συνεξετάζω, συνομιλώ
Ver también
συζητώ (v.)
Publicidad ▼
⇨ σε βάθος συζητώ • συζητώ δημόσια για κτ. • συζητώ λογικά • συζητώ σε βάθος • συζητώ τις λεπτομέρειες
συζητώ
factotum (en)[Domaine]
Communication (en)[Domaine]
αναφέρομαι, συζητώ[Hyper.]
κουβέντα, λέξη, συζήτηση, σύντομη συζήτηση - discussant (en)[Dérivé]
συζητώ (v.)
décider (fr)[Classe]
συζητώ (v.)
συζητώ (v.)
raisonner (fr)[Classe]
converser (fr)[Classe]
συζητώ (v.)
negotiate; bargain; haggle; trade; negotiate for (en)[Classe]
argument (en)[GenV+comp]
συζητώ (v.)
συζητώ (v.)
converser (fr)[Classe]
λέω, μιλάω, μιλώ, συζητώ[Hyper.]
κουβέντα, συζήτηση, συνομιλία[Dérivé]
συζητώ (v.)
cogitate; ruminate; ponder; consider; reflect; contemplate; think (en)[Classe]
converser (fr)[Classe]
(αρχή; δικαστικόσ κλάδοσ; δικαστικό αξίωμα)[termes liés]
factotum (en)[Domaine]
IntentionalPsychologicalProcess (en)[Domaine]
συζητώ[Hyper.]
deliberateness, deliberation (en) - consideration (en) - μελέτη, σκέψη - συζήτηση - deliberation (en)[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s