Publicitad R▼
συλλέγω (v.)
1.συγκεντρώνω πράγματα που με ενδιαφέρουν, επιδιώκω να τα εντάξω, να τα καταχωρίσω σε κοινό σύνολο ή αρχείο είτε για τη δημιουργία συλλογής είτε για την αξιοποίησή τους για κάποιο σκοπό
2.μαζεύω στο ίδιο μέρος
3.συγκεντρώνω σοδειά σε ένα μέρος
Publicidad ▼
συλλέγω (v.)
επιστρατεύω, θερίζω, κινητοποιώ, μαζεύω, πηγαίνω και παίρνω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, συνάγω, συνάζω, συναθροίζω, συνενώνω, τρυγώ
Ver también
συλλέγω (v.)
↘ επιστράτευση, θερισμός, κινητοποίηση, συγκομιδή, συσπείρωση, τρύγος
Publicidad ▼
συλλέγω (v.)
rassembler des gens (fr)[Classe]
συλλέγω (v.)
μαζεύομαι, μαζεύω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω - αλλάζω θέση[Hyper.]
εκκλησίασμα - congregation (en) - εκκλησίασμα[Dérivé]
συλλέγω (v.)
στιβάζω[Classe]
enlever qqch à qqch en séparant (fr)[Classe]
récolter (fr)[ClasseHyper.]
épi (fr)[termes liés]
factotum (en)[Domaine]
Harvesting (en)[Domaine]
συλλέγω (v.)
group (en)[Classe]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s