Publicitad D▼
συμπεριφέρομαι (v.)
1.για αντίδραση ενός υλικού ή μιας κατασκευής στις εξωτερικές επιδράσεις
2.( για υλικά) αντιδρώ με συγκεκριμένο τρόπο σε δεδομένες συνθήκες κατά τη λειτουργία κατά τη χρήση
3.αλληλοεπιδρώ (με κάποιον) κατά ένα ορισμένο τρόπο
4.ενεργώ με συγκεκριμένο τρόπο
5.αντιδρώ στα εξωτερικά ερεθίσματα με ορισμένο τρόπο, έχω μια ορισμένη συμπεριφορά
Publicidad ▼
συμπεριφέρομαι (v.)
Publicidad ▼
συμπεριφέρομαι (v.)
συμπεριφέρομαι (v.)
ήμουν, είμαι, υπάρχω[Hyper.]
ζυμώνω[Domaine]
συμπεριφέρομαι (v.)
factotum (en)[Domaine]
manner (en)[Domaine]
αλληλεπιδρώ, συνεργάζομαι[Hyper.]
εκλαμβάνω - ασχολούμαι, ασχολούμαι με, πραγματεύομαι[Domaine]
συμπεριφέρομαι (v.)
συμπεριφέρομαι (v.)
λειτουργώ σαν, προσποιούμαι - καμώνομαι[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,047s