Publicitad R▼
συμπεριφορά (n.f.)
1.ο τρόπος με τον οποίο ενεργεί ένα άτομο, από την άποψη της τήρησης ή όχι των κανόνων που επιβάλλει η ευγένεια, στις κοινωνικές σχέσεις του
συμπεριφορά (n.)
1.οι αντιδράσεις ενός οργανισμού σε ορισμένες συνθήκες
2.ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίζεται κανείς (κάποιον ή κάτι)
3.η σωστή ή αρμόζουσα αντίδραση κάποιου σε συγκεκριμένες κοινωνικές περιστάσεις
4.ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται ένα άτομο
5.τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ένας μηχανισμός ή υφίσταται μεταβολές ένα υλικό κάτω από την επίδραση εξωτερικών παραγόντων
6.στάση και συμπεριφορά, το πως φέρεται κανείς
Publicidad ▼
συμπεριφορά (n.)
αγωγή, ανατροφή, αντίδραση, διαγωγή, επιδεικτικότητα, μεταχείριση, πράξεις, τρόπος, φέρσιμο, φανταχτερή εμφάνιση
Ver también
συμπεριφορά (n.)
Publicidad ▼
⇨ άπρεπη συμπεριφορά (λαϊκ.) • απάνθρωπη συμπεριφορά • αποδέχομαι τη συμπεριφορά των άλλων και περιμένω οι άλλοι να αποδεχτούν και τη δική μου • απότομη συμπεριφορά • ατίθαση συμπεριφορά • βάναυση συμπεριφορά • εγκληματική συμπεριφορά • εγκληματική συμπεριφορά των νέων • επιθετική συμπεριφορά • ιπποτική συμπεριφορά • κακή συμπεριφορά • καλή συμπεριφορά • κοινωνική συμπεριφορά • μελοδραματική συμπεριφορά • παιχνιδιάρικη συμπεριφορά • πολιτική συμπεριφορά • συμβατικός (για συμπεριφορά) • συμπεριφορά του καταναλωτή • τίμια συμπεριφορά • υποκριτική συμπεριφορά
⇨
εγκληματική συμπεριφορά • εγκληματική συμπεριφορά των νέων • κοινωνική συμπεριφορά • πολιτική συμπεριφορά • συμπεριφορά του καταναλωτή
συμπεριφορά (n.)
psychology (en)[Domaine]
BodyMotion (en)[Domaine]
απασχόληση, ασχολία, δραστηριότητα, ενασχόληση[Hyper.]
ψυχολογία[Domaine]
συμπεριφορά (n.)
factotum (en)[Domaine]
patient (en)[Domaine]
διοίκηση[Hyper.]
επεξεργάζομαι - κουμαντάρω, χειρίζομαι[Dérivé]
συμπεριφορά (n.)
ασχολία; ενασχόληση; δραστηριότητα; απασχόληση; ανατροφή; αγωγή; πράξεις; καμώματα (πληθ.)[ClasseHyper.]
ανατροφή; αγωγή; πράξεις; καμώματα (πληθ.)[ClasseHyper.]
ensemble de manières (fr)[Classe]
psychology (en)[Domaine]
IntentionalProcess (en)[Domaine]
απασχόληση, ασχολία, δραστηριότητα, ενασχόληση[Hyper.]
συμπεριφέρομαι[Dérivé]
συμπεριφορά (n.)
orgueil (fr)[Classe]
(presentation) (en)[termes liés]
συμπεριφορά (n.)
factotum (en)[Domaine]
TraitAttribute (en)[Domaine]
διαγωγή, συμπεριφορά, φέρσιμο[Hyper.]
συμπεριφορά (n. f.)
factotum (en)[Domaine]
TraitAttribute (en)[Domaine]
γνώρισμα, χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό γνώρισμα[Hyper.]
συμπεριφέρομαι[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,593s