definición y significado de συν | sensagent.com


   Publicitad R▼


 » 
alemán árabe búlgaro checo chino coreano croata danés eslovaco esloveno español estonio farsi finlandés francés griego hebreo hindù húngaro indonesio inglés islandés italiano japonés letón lituano malgache neerlandés noruego polaco portugués rumano ruso serbio sueco tailandès turco vietnamita
alemán árabe búlgaro checo chino coreano croata danés eslovaco esloveno español estonio farsi finlandés francés griego hebreo hindù húngaro indonesio inglés islandés italiano japonés letón lituano malgache neerlandés noruego polaco portugués rumano ruso serbio sueco tailandès turco vietnamita

Definición y significado de συν

Definición

definición de συν (Wikipedia)

   Publicidad ▼

Sinónimos

Ver también

συν (prp.)

μείον, πλην

   Publicidad ▼

Frases

(προσ)αύξηση (συν. μισθού) • (συν)αίσθημα • (συν)ολικός, πλήρης, ολοκληρωτικός • (συν)ομοσπονδία • (συν)τήκω • (συν)τήκω, συγχωνεύω • άθλιος (συν. στην εμφάνιση) • άχαρος (συν. για χρώμα) • έχω την (εσφαλμένη συν.) εντύπωση ότι • έχω την εσφαλμένη συν. εντύπωση ότι • αγώνας (συν. πυγμαχίας) • αθλητικοί αγώνες (συν. ιππικοί) • αμφίεση (συν. κακή) • αναρριχώμενο φυτό (συν. τριανταφυλλιά) • αρπάζω συν. με τη βία • αυξάνω (συν. ταχύτητα) • βεβαιώνω ότι έλαβα κτ. συν. γραπτώς • βελτιωμένος (συν. στη συμπεριφορά) • βρομίζω (συν. με περιττώματα) • βόλος συν. χρυσού • γυαλίζω (συν. μέταλλα) • γυρνώ και αντιμετωπίζω συν. με θυμό • διακοσμητικό κορδόνι (συν. σε στολές) • είδος μύκητα (συν. δηλητηριώδους) • είμαι η αιτία (συν. για κτ. κακό) • εγχειρίδιο διδασκαλίας (συν. μουσικής) • εμφάνιση συν. προσώπου • επαγγελματική θητεία συν. στο εξωτερικό • επαναστατική ανακάλυψη (συν. στην επιστήμη) • ζευγάρι (συν. για πουλιά) • κάθισμα (συν)επιβάτη σε μοτοσικλέτα • κρίσιμη φάση (συν. αρρώστιας) • κραδαίνω (συν. για όπλο) • κτ. που γεννάει αβγά (συν. κότα) • κόβω (συν. την επιφάνεια ξύλου) • λυτρωτής (συν. με κεφαλαίο) • με περιμένει (συν. κτ. κακό) • ναυτικός (συν. έμπειρος) • παιδί (συν. κακομαθημένο) • πλέκω (συν. για μαλλιά) • ροκανίδια συν. ξύλου (πληθ.) • σαγόνι (συν. ζώου) • στερώ συν. περιουσία • συνάντηση (συν. αθλητική) • σύνεργα ψαρικής (συν.) • σύνορο (συν. νοητό) • το δέρμα του κεφαλιού που συν. καλύπτεται από τα μαλλιά • τρέμω (συν. από φόβο) • τρέφω ενδόμυχα (συν. αρνητικά αισθήματα) • τραβώ (συν. όπλο) • φτερό (συν. χήνας) • ψηλή μπότα (συν. στρατιωτική)

Diccionario analógico

συν (n.)

σημείο[Hyper.]



συν- (adj.)


Wikipedia - ver también

Wikipedia

Συν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Το συν μπορεί να είναι ένα από τα ακόλουθα:


Αυτή είναι μια σελίδα αποσαφήνισης, δηλαδή μια σελίδα που δείχνει άλλες που θα είχαν το ίδιο όνομα με αυτήν.

Εάν ακολουθήσατε μια σύνδεση εδώ, μπορεί να θελήσετε να επιστρέψετε και να διορθώσετε τη σύνδεση για να δείξετε την κατάλληλη συγκεκριμένη σελίδα.

 

todas las traducciones de συν


Contenido de sensagent

  • definiciones
  • sinónimos
  • antónimos
  • enciclopedia

 

6100 visitantes en línea

computado en 0,047s