Publicitad E▼
συναθροίζω (v.)
1.μαζεύω, συσσωρεύω
2.μαζεύω στο ίδιο μέρος
3.συγκεντρώνω σοδειά σε ένα μέρος
Publicidad ▼
συναθροίζω (v.)
δημιουργώ, θερίζω, μαζεύω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, συγκεντρώνω σε μεγάλη ποσότητα, συλλέγω, συνάγω, συνάζω, συνενώνω, συσσωρεύω, τρυγώ
Ver también
Publicidad ▼
συναθροίζω (v.)
συναθροίζω (v.)
μαζεύομαι, μαζεύω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω - αλλάζω θέση[Hyper.]
εκκλησίασμα - congregation (en) - εκκλησίασμα[Dérivé]
συναθροίζω (v.)
στιβάζω[Classe]
enlever qqch à qqch en séparant (fr)[Classe]
récolter (fr)[ClasseHyper.]
épi (fr)[termes liés]
factotum (en)[Domaine]
Harvesting (en)[Domaine]
μαζεύω[Hyper.]
θέρος, θερισμός - θερισμός, συγκομιδή, τρύγος - θεριστής, θεριστική μηχανή - gleaner (en) - θεριστική μηχανή - crop, harvest (en)[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,032s