Publicitad R▼
συναισθάνομαι (v.)
1.νιώθω, αισθάνομαι, εκδηλώνω τα αισθήματά μου
2.σχηματίζω σαφή αντίληψη για κάτι, το καταλαβαίνω πλήρως με σαφήνεια
Publicidad ▼
συναισθάνομαι (v.)
έχω, έχω διάθεση για, έχω διάθεση κάνω κτ., αντιλαμβάνομαι, αντιλαμβάνομαι σωστά, εκτιμώ, εννοώ, κάνω κέφι, καταλαβαίνω, καταλαβαίνω καλά, κατανοώ, νοιώθω, σταθμίζω, συνειδητοποιώ, τραβάει η όρεξή μου
συναισθάνομαι (v.)
Publicidad ▼
Contenido de sensagent
computado en 0,031s