Publicitad R▼
συντρίβω (v.)
1.προκαλώ φθορά βιαίως
2.σπάζω, διαλύω σε πολύ μικρά κομμάτια
Publicidad ▼
συντρίβω
συντρίβω (v.)
αποθαρρύνω, διαλύω, θρυμματίζω, κάνω κομμάτια, καταστρέφω, κατατροπώνω, νικώ κατά κράτος, ξεχαρβαλώνω, ξηλώνω, σμπαραλιάζω, σπάω στην άκρη
Publicidad ▼
συντρίβω
συντρίβω (v.)
βλάπτω, καταστρέφω, χαλώ[Hyper.]
δυνατό χτύπημα, χτύπημα - smasher (en)[Dérivé]
συντρίβω (v.)
κόβω, κόβω δρόμο, τέμνω[Hyper.]
απόκομμα - bit, flake, fleck, scrap (en)[Dérivé]
αποσπώ, καταστρέφω, κομματιάζω, σπάζω, χωρίζω κτ. από το σύνολο[Analogie]
κόβω, ξεκολλώ[Cause]
συντρίβω (v.)
καταστέλλω, νικώ[Hyper.]
κατατρόπωση, νίλα, πανωλεθρία, φιάσκο[Dérivé]
flail, lam, thrash, thresh (en)[Domaine]
συντρίβω (v.)
rendre faible (moral) (fr)[Classe]
désespérer quelqu'un (fr)[Classe]
(maximum), (a maximum of) (en)[Caract.]
βλάπτω, καταστρέφω, χαλώ[Hyper.]
συντρίβω (v.)
διαλύω[Hyper.]
χάρμα - δυνατό χτύπημα, χτύπημα - smasher (en)[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s