Publicitad D▼
συσσωρεύω (v.)
1.συγκεντρώνω ή συσσωρεύω μαζί για λόγους προστασίας ή άμυνας
2.συλλέγω, μαζεύω για να σχηματίσω ένα σύνολο
συσσωρεύω
1.συγκεντρώνω, συσσωρεύω, διατηρώ κάτι για να το διαθέσω, να το χρησιμοποιήσω ή να το καταναλώσω αργότερα
2.μαζεύω, συσσωρεύω
Publicidad ▼
συσσωρεύω
αποθηκεύω, δημιουργώ, μαζεύω, συγκεντρώνω σε μεγάλη ποσότητα, συναθροίζω, φυλάγω για ώρα ανάγκης
συσσωρεύω (v.)
δημιουργώ απόθεμα, επισσωρεύομαι, οχυρώνομαι, στοιβάζομαι, στοιβάζω, στριμώχνομαι, στριμώχνω, συγκεντρώνω, συσσωρεύομαι
συσσωρεύω
stockpile; store; lay up; stock; lay in stock; stock up (en)[ClasseHyper.]
gastronomy (en)[Domaine]
Keeping (en)[Domaine]
Putting (en)[Domaine]
δε δίνω, διατηρώ, κρατώ, φυλάγω[Hyper.]
αποθήκευση - απόθεμα[Dérivé]
συσσωρεύω
συσσωρεύω (v.)
συσσωρεύω (v.)
se serrer contre (fr)[Classe...]
s'ajouter (fr)[Classe]
assembler des matériaux (fr)[Classe...]
(συμπιεστήσ; αεραντλία)[Caract.]
αυξάνομαι, αυξάνω[Hyper.]
συσσώρευση - περισυλλογή - συνονθύλευμα, σωρός - στοίβα, σωρός - υλικά εδάφους - accumulative (en) - συσσωρευτικός[Dérivé]
συσσωρεύω (v.)
έχω[Hyper.]
αποθεματοποίηση - απόθεμα, παρακαταθήκη - stockpile (en) - προμηθευτής, χονδρέμπορος - απόθεμα - κοινό ταμείο[Dérivé]
Publicidad ▼
Contenido de sensagent
computado en 0,062s