Publicitad E▼
τανκ (n.)
1.ερπυστριοφόρο πολεμικό όχημα με ισχυρή θωράκιση και αυτόματο οπλισμό
Publicidad ▼
τανκ (n.)
τανκ (n.)
τεθωρακισμένο όχημα - στρατιωτικό όχημα - ερπυστριοφόρο όχημα[Hyper.]
ένοπλες δυνάμεις[Domaine]
Publicidad ▼
Wikipedia - ver también
Contenido de sensagent
computado en 0,031s