Publicitad E▼
τελείως
τελείως (adv.)
αναμφισβήτητα, απολύτως, απόλυτα, εντελώς, εξαιρετικά, σκέτα
Publicidad ▼
⇨ κάνω κτ. τελείως υγρό • τελείως βρεγμένος • τελείως διαφορετικός • τελείως παγωμένος • τελείως χρησιμοποιημένος • τελείωσ άκυροσ • τελείωσ διορθωμένοσ
τελείως
entièrement (fr)[Classe]
τελείως
εντελώς[Similaire]
τελείως (adv.)
intensifier, intensive (en)[Domaine]
τελείως (adv.)
entièrement (fr)[Classe]
avec précision (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
Publicidad ▼
Contenido de sensagent
computado en 0,016s