Publicitad R▼
τους (dét.)
1.Αρθρο που μπαίνει μπροστά από τα ονόματα με το οποία συμφωνεί κατά γένος αριθμό και πτώση. Υποδεικνύει ένα ορισμένο πρόσωπο ή πράγμα. Οριστικὀ άρθρο σε θέση υποκειμἐνου (π.χ.Έρχεται ο Δημήτρης), σε θέση αντικειμένου (π.χ. Κοιτάζω τον ουρανό), υποδηλώνοντας την κτήση (π.χ. Το δωματιο του μώρού).
τους (pro.)
1.Αυτό από το οποίο επωφελούνται (π.χ. Τους φώναξε).
2.Υποδεικνύει είτε ένα πλήθος ανθρώπων στο οποίο δεν ανήκει ούτε ο ομιλήτης ούτε ο παραλήπτης, είτε ένα σύνολο πραγμάτων (π.χ. Aυτοί είναι αθάνατοι).
3.Είναι άμεσο αντικείμενο του ρήματος και αναφέρεται σε ένα πλήθος ατόμων στο οποίο δεν ανήκει ο ομιλητής και ο συνομιλητής (π.χ. Οι αστυνομικοί τους συνέλαβαν).
4.Αυτό που του (της) ανήκει (π.χ. Οι δικοί τους γονείς).
Publicidad ▼
τους (pro.)
—ά, αυτά, αυτές, αυτοί, αυτούς, αυτών, δικά τους, δικές τους, δικής τους, δική τους, δικοί τους, δικούς τους, δικού τους, δικός τους, δικό τους, δικών τους, —ες, που τους ανήκει, τα, τες, τις, τοι
⇨ έννομη σχέση με τους ανιόντες • αίρω τουσ περιορισμούσ • αδιάφορος για τους άλλους • αδιαφορία για τους κινδύνους • απαλείφω (π.χ. τους φόβους ή τις αμφιβολίες κπ • απαλείφω (π.χ. τους φόβους ή τις αμφιβολίες κπ.) • απαλείφω (π.χ. τους φόβους κπ.) • αφαιρώ τουσ άνδρεσ • για να σηκώνω τους ώμους δείξω άγνοια • δίνω τους χαιρετισμούς κπ. • διαβούλευση με τους εργαζομένους • δικά τους • δικές τους • δική τους • δικής τους • δικοί τους • δικού τους • δικούς τους • δικό τους • δικός τους • δικών τους • ζώα στο φυσικό τους περιβάλλον • κανένας από τους δύο • λογαριάζει τους άλλους • λύνω τους κάβους • μετά τους άλλους • μόνοι τους • ο πρώτος (από τους δύο) • παίζω με τους κανόνες του παιχνιδιού • που ακολουθεί τους νόμους της επιστήμης • που απομένει μετά τους άλλους • που δεν κατέχει ακόμη τους άγραφους κανόνες πλοήγησης στο διαδίκτυο • που προορίζεται για τους εκλεκτούς • που σκέφτεται τους άλλους • που τους ανήκει • προστασία από τους θορύβους • πρόσωπο που επιλέγει π.χ. τους αθλητές μιας ομάδας • σηκώνω τους ώμους • σπρώχνω με τους αγκώνες • σπρώχνω με τους ώμους • σύμφωνα με τους κανόνες • σύμφωνα με τους τύπους • σύμφωνος με τους τύπους • τον εαυτό τους • τον εαυτό τους • του εαυτού τους • τους εαυτούς μας • τους εαυτούς σας • τους εαυτούς τους • τους εαυτούς των • τους οποίους • των εαυτών τους • ωκεανός (ο καθένας από τους πέντε της γης) • ύφασμα που καλύπτει τους γοφούς (συν. στην Ινδία)
⇨ Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες • Αποκοπή από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά • Αποστασία από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά • Καλώς τους! • Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους • Κατάλογος χρονολογικής ανακάλυψης των πλανητών του Ηλιακού συστήματος και των δορυφόρων τους • Καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Βαβυλώνιους • Οι σκλάβοι στα δεσμά τους
Publicidad ▼
τους (art. déf.)
article défini (fr)[Classe]
τους (pron. pers.)
τους (pron. pers.)
τους (pron. pers.)
τους (pron. poss.)
personne : troisième personne du pluriel. (fr)[Classe]
pronom possessif (fr)[Classe]
déterminant possessif (ton livre) (fr)[Classe...]
Contenido de sensagent
computado en 0,046s