Publicitad E▼
υπερηφανεύομαι (v.)
1.μιλώ με πολύ επαινετικά λόγια για τον εαυτό μου, εκθειάζω τα προτερήματα ή τις επιτυχίες μου, συχνά υπερτονίζοντάς τα
2.αισθάνομαι έντονη χαρά
Publicidad ▼
υπερηφανεύομαι (v.)
αγαλλιάζω, απολαμβάνω, καμαρώνω για, καυχησιολογώ, καυχιέμαι, κοκορεύομαι, κομπάζω, κορδώνομαι, περιαυτολογώ
Ver también
υπερηφανεύομαι (v.)
Publicidad ▼
υπερηφανεύομαι (v.)
υπερηφανεύομαι (v.)
αισθάνομαι, νοιώθω[Hyper.]
υπερηφανεύομαι (v.)
se flatter (fr)[Classe]
faire le malin (fr)[ClasseParExt.]
boast about; boast of; pride o.s. in; pride o.s. on; take pride in (en)[ClasseHyper.]
αγάλλομαι, θριαμβολογώ[Hyper.]
δόξα, φήμη[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s