Publicitad E▼
υπεροψία (n.)
1.υπερβολική υπερηφάνεια, μεγάλη ιδέα κάποιου για τον εαυτό του, με αποτέλεσμα να φέρεται περιφρονητικά ή υποτιμητικά στους άλλους. Αποτελεί ένα από τα θανάσιμα αμαρτήματα
2.η υπερβολική έπαρση
3.υπερβολική υπερηφάνεια, μεγάλη ιδέα κάποιου για τον εαυτό του με αποτέλεσμα να φέρεται περιφρονητικά ή υποτιμητικά στους άλλους
4.συμπεριφορά κατά την οποία υπάρχει περιφρόνηση για τους ανθρώπους των κατώτερων τάξεων
Publicidad ▼
υπεροψία (n.)
έλλειψη σεμνότητας, έπαρση, αλαζονεία, αναίδεια, αρχοντιά, αρχοντιλίκι, κενοδοξία, κομπασμός, μεγαλοπρέπεια, ξιπασιά, ξυπασιά, οίηση, σνομπισμός
Ver también
υπεροψία (n.)
Publicidad ▼
υπεροψία (n.)
θανάσιμο αμάρτημα[Hyper.]
υπεροψία (n.)
περηφάνια, υπερηφάνεια[Hyper.]
egoist, egotist, swellhead (en) - αλαζονικός, επηρμένος - διεσταλμένος[Dérivé]
υπεροψία (n.)
orgueil (fr)[Classe]
impudence (fr)[Classe]
υπεροψία (n.)
orgueil (fr)[Classe]
excès des plaisirs sensuels (fr)[Classe]
obscenity (en)[Classe]
(erotic movie; blue movie; pornography; porno; porn; erotica; smut) (en)[termes liés]
immodest (en)[Propriété~]
indecency (en)[Hyper.]
μετριοφροσύνη[Ant.]
υπεροψία (n.)
υπεροψία (n.)
orgueil (fr)[Classe]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s