Publicitad R▼
υποδύομαι (v.)
1.υποκρίνομαι ορισμένο χαρακτήρα,παριστάνω άλλο πρόσωπο
2.παρουσιάζω θεατρικό έργο
3.ερμηνεύω συγκεκριμένο ρόλο
Publicidad ▼
υποδύομαι (v.)
Publicidad ▼
υποδύομαι (v.)
παίζω, υποδύομαι[Hyper.]
αναπαράσταση, δραματική αναπαράσταση - μίμηση - απάτη, απατεώνασ, ομοίωμα, ψέμα - ρόλος, χαρακτήρας[Dérivé]
performing arts (en)[Domaine]
υποδύομαι (v.)
υποδύομαι (v.)
remplacer qqn ou qqch (fr)[Classe]
jouer un rôle, une pièce... (fr)[Classe]
theatre (en)[Domaine]
Pretending (en)[Domaine]
αναπαράγω, αναπλάθω, ξαναδημιουργώ[Hyper.]
ηθοποιία, υποκριτική - θεατρικό νούμερο, νούμερο σε παράσταση, πράξη - θεατρικές παραστάσεις - δράμα, θεατρικό έργο - play (en) - ηθοποιός, θεατρίνος, μέλος θιάσου - actable (en)[Dérivé]
λειτουργώ σαν, προσποιούμαι - παίζω - παίζω, παριστάνω - performing arts (en)[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,032s